Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Ο τρακοσάρης



trakosaris.jpg
— Σαν πάρη να σαπίζη το κορμί τα σκουλήκια βγαίνουν να το φάνε.
Είπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, κουνώντας το κεφάλι του, στον καφενέ, και δείχνοντας με το χέρι του κάτω στο γιαλό. Οι άλλοι σήκωσαν τα μάτια να ιδούν. Σκυφτός, με τη χοντρή του μαγκούρα περασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι από το άλλο, με το μακρύ σταχτερό σάλι ριγμένο στον ώμο, περνούσε ο Γερο-Τρακοσάρης. Ένα σάψαλο εκεί, με το ένα πόδι στο λάκκο!
— … Τα σκουλήκια μαθές βγαίνουν να το φάνε, ξαναείπε δυνατώτερα ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ανθρώπινα σκουλήκια. Αχόρταγα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι’ όλο πεινάνε.
Του είχε ανεβή το αίμα να τον πνίξη. Δεν μπορούσε να βαστάξη. Κάθε φορά που περνούσε ο Γερο — Τρακοσάρης από τον καφενέ, του άναβαν τα αίματα. Το ήξεραν όλοι και δε μιλούσαν. «Ας βγάλη το άχτι του ο άνθρωπος. Με το δίκηο του…»
— Σκουλήκια, σκουλήκια! Σκουλήκια ‘πά στο ψοφήμι. Πέθανε το νησί μας· πέθανε, πάει! και βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Πέθανε μαθές, του βγήκε η ψυχή. Για ψέμματα λέω; Πού είνε τα καράβια μας, δε μου λες; Μπάρκα, μπομπάρδες, γολέττες, μπρίκια, τέτοια μέρα, ανήμερα τα Φώτα! γεμάτο το λιμάνι τα παληά τα χρόνια… Πού είνε τώρα, δε μου λες; Βλέπεις πανί απλωμένο στο λιμάνι; Πάνε, ρήμαξαν. Κ’ οι καπετανέοι μας, πού είν’ οι καπετανέοι μας με τις χρυσές καδένες και τα μεταξωτά μαντήλια; Κάθονται στον καφενέ κι’ αγναντεύουν το πέλαγο. Άλλοι γένηκαν μπακάληδες κι’ άλλοι μπαλωματήδες να βγάλουν το ψωμί τους. Ψωμί, ψωμάκι! Κ’ οι καπετάνισσες, πούνε οι καπετάνισσες, με τα μεταξωτά και τα χρυσάφια; Φουστάνι δεν έχουνε να παν στην εκκλησιά. Πούνε τα μπερικέτια τα παληά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι’ όλο πεινάνε…
Ο Γερο-Τρακοσάρης πέρασε από κάτω απ’ το γιαλό, πήρε τον απάνω δρόμο και χάθηκε πίσω από τα μαγαζιά, δίχως να γυρίση να κυττάξη από τους καφενέδες. Ήξερε πως μ’ όλα τα καλοπιάσματα τούψαλαν από πίσω όσα παίρνει η σκούπα. «Δεν πάνε να λένε! έλεγε. Από πίσω και το βασιληά τονέ βρίζουν». Πεντάρα δεν έδινε.
— Έτσι που λες, κύριε έφορα! είπε σε λίγο ο Μπάρμπα Νικόλας, γυρίζοντας κατά τον οικονομικόν έφορο, ένα νεόφερτον υπάλληλο, που καθότανε στο διπλανό τραπέζι. Τούτο εδώ, κύριε έφορα, τον ξέρουν τον τόπο μας και μου παίρνουν το δίκηο. Γνωριζόμαστε, βλέπεις, από πού βαστάει η σκούφια του καθενός· συντοπίτες όλοι. Του λόγου σου που είσαι νεοφερμένος και δεν ξέρεις τον τόπο μας, να τα μάθης να τα θυμάσαι. Πάει ο τόπος μας, χάθηκε! Δεν τον γνώρισες στα καλά τα χρόνια. Η θάλασσα δε μας δίνει πια ψωμί. Κρεμαστήκαμε, βλέπεις, από τα γένεια του Γερο-Τρακοσάρη. Να μας δώση ο Γερο-Τρακοσάρης να φάμε… Αυτού καταντήσαμε…
Ο έφορος, ξένος άνθρωπος, νεοφερμένος στον τόπο, δεν καταλάβαινε καλά-καλά τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας. Στην αρχή μάλιστα, σαν έμπηξε τις φωνές και χτυπούσε τα χέρια του στο τραπέζι και γούρλωνε τα μάτια του, τον πήρε για τρελλό. Γύρισε μια και κύτταξε ολοτρόγυρα τους άλλους. Καμμιά δεκαριά νομάτοι απ’ έξω από τον καφενέ, άλλοι τραβώντας τον ναργιλέ τους κι’ άλλοι σκυμμένοι στα τάβλια και στα χαρτιά, κουνούσαν το κεφάλι τους, σαν νάλεγαν: «Σωστά τα λέει ο Μπαρμπα-Νικόλας, μα τι βγαίνει; Έτσι τάφερε η τύχη» Ο Μπαρμπα-Νικόλας δεν τα σήκωνε τα παράξενα. «Μωρέ θα σκούζω όσο που να πεθάνω», έλεγε. Ύστερα και με το δίκηο του. Ήταν καμένος και ζεματισμένος. Και κάθε φορά που τύχαινε κάποιος ξένος, νεοφερμένος, που δεν ήξερε τον τόπο, εύρισκε αφορμή να βγάλη το άχτι του, ξαναλέγοντας τα βάσανά του.
— Έτσι που λες, κύριε έφορα. Κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένεια του Τρακοσάρη. Ένας τόπος αλάκερος, ανθρώποι νοικοκυραίοι, που δε γύριζαν να φτύσουν, με το συμπάθειο, απάνω του, καπετανέοι που κουβαλούσαν το χρυσάφι με τα τσουβάλια, καπετάνισσες, που δε σήκωναν τα μάτια να τον κυττάξουν στις καλές τις μέρες, ένας τόπος αλάκερος, κύριε έφορα, κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένεια του Τρακοσάρη.
Ο νεόφερτος υπάλληλος δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβη τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας. Εκαταλάβαινε πως τα είχε με το γέρο που πέρασε πρωτήτερα από τον καφενέ, μα πάλι δεν μπορούσε να χωρέση ο νους του τι είχε να κάμη με τον τόπο το γεροντάκι αυτό, ένα σάψαλο εκεί με το ένα ποδάρι στο λάκκο. Ο Μπαρμπα-Νικόλας μπήκε στο μυαλό του ξένου.
— Θα με παίρνης πως είμαι παλαβός, για αχμάκης, κύριε έφορα, είπε πάλι Και με το δίκηο σου. Πώς δεν παλάβωσα κ’ εγώ είμαι να το απορήσω. Μα σα μ’ ακούσης θα πης: «Δίκηο έχει ο Μπαρμπα-Νικόλας». Ο Μπαρμπα-Νικόλας, το λέει ο λόγος! Τι είνε ο Μπάρμπα-Νικόλας; Τίποτα! Ο Μπαρμπα-Νικόλας αύριο θα πεθάνη. Σήμερα είνε και αύριο δεν είνε. Μπαρμπα-Νικόλας θα πη εσύ, ο άλλος, ο παράλλος, όλο το νησί πέρα-πέρα. Σα βασανίζομαι εγώ, βασανίζεσαι και συ. Δεν το καταλαβαίνεις; «Τι σούκανε πάλε ο Τρακοσάρης;» μου λένε κάμποσοι. «Πάλε τα βάσανά σου λες;» μου λένε άλλοι. Βρε εμένα τι μούκανε; Εμένα τα βάσανά μου; Τι είμαι εγώ; Τίποτα! Σήμερα είμαι και αύριο δεν είμαι. Μα δεν είν’ έτσι. Εγώ είμαι ο δείνας και ο τάδες, εγώ είμαι αυτός που κάθεται και ψωμοζητάει και φοβάται ν’ ανοίξη και το στόμα του να φωνάξη το δίκηο του· εγώ είμαι η χήρα που κλαίει και δέρνεται κλεισμένη μες στο σπίτι της… (ο Μπαρμπα-Νικόλας είχε σηκωθή τώρα από το σκαμνί του σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβη, και η φωνή του έβγαινε βαρειά και τρεμουλιαστή)· εγώ είμαι τορφανό, ο καραβοτσακισμένος, ο σακάτης, ο αρχοντοξεπεσμένος… (η φωνή του τώρα έτρεμε από κάποιο παράπονο, μα καμπάνιζε άγρια και βαρειά σα φοβέρα)· εγώ είμαι ο… Τόπος. Κατακαϋμένη πατρίδα, με τα καράβια τα αμέτρητα πώς κατάντησες!
Κ’ έπιασε τα γένεια του, κουνώντας λυπητερά το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, φωτιά. Ο ξένος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και τον άκουγε, με τον ναργιλέ σβυσμένο, με το μαρκούτσι πεσμένο από τα χέρια του. Οι άλλοι μουρμούριζαν από μέσα τους: «Καλά τα λες, Μπαρμπα-Νικόλα, μα ποιος σακούει!»
— Έτσι που λες, κύριε έφορα, ξαναείπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, άμα συνέφερε λιγάκι. Αυτός είνε ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ο Μπαρμπα-Νικόλας είνε το ψοφήμι. Πάει, τούφυγε η ψυχή, το πήρε η βρώμα και βγήκανε τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια! Όλο τρώνε κι’ όλο πεινάνε. Του λόγου του, καλή του ώρα, το καλό το γεροντάκι που πέρασε πολληώρα από το γιαλό, ο Γερο-Τρακοσάρης. Τον ξέρεις, κύριε έφορα; Πού να τον ξέρης! Να σου τον μάθω εγώ. Είχε όνομα και τώχασε. Τρακοσάρη τον ξέρουν όλοι τώρα. Άρχισε από μπακάλης κ’ έγινε τοκιστής. Η οκά του τρακόσια δράμια· ούτε δράμι παραπάνω. Από τότε τούμεινε τόνομα: Τρακοσάρης. Τρακόσια δράμια η οκά του. Τι να κάνη ο κόσμος; Τρακόσια; Τρακόσια! Είχε και την ανάγκη του, βλέπεις. Οι ναυτικοί γυρίζανε να βγάλουν το ψωμί των παιδιών τους. Οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους πεινούσανε. Ο Τρακοσάρης έκανε και κρέντιτο. Μα τρακόσια; Τρακόσια τι να γίνη; Ψωμί, ψωμάκι! Ύστερα να λογαριασμούς ο Τρακοσάρης! Πενήντα δραχμές, εκατό δραχμές, διακόσιες δραχμές. Πλέρωσε τώρα, καπετάνιο, τα διάφορα, πλέρωσε και τα ξύγκικα και καλώς ώρισες στην πατρίδα! Πού να πλερώση ο ναύτης ο άμοιρος! Να πουληθή και πάλε. Θαλασσοπνίγεται για το καρβέλι. Ο Τρακοσάρης εδώ είνε. Δε βαρειέσαι; Αυτό στενοχωρεύεσαι; Έχει ο Θεός! Αύριο θαλλάξουν τα πράμματα. Κανέν’ αμανάτι και ο Τρακοσάρης δεν αφίνει κανένα να χαθή. Κανένα δαχτυλίδι, κανένα σκουλαρίκι, βραχιόλι, κάτι θα βρίσκεται στο σπίτι. Νησιώτικο σπίτι Σα σωθούν και τα χρυσαφικά και τα πετράδια, ο Τρακοσάρης δε σου χαλάει το χατήρι. Κανένα ταψί, καμμιά κατσαρόλα, κάθε γάνωμα με το ζύγι του. Ύστερα στο τέλος δεν έχεις να μαγερέψης, να ντυθής; Πάλε ο Τρακοσάρης. Μια υποθήκη να σου βάλη στο σπίτι σου, στο αμπέλι, στο χωράφι και να σηκώσης όσα πρέπει. Σαν ευκολυθής, πάλε με το κολάι δικά σου είνε. Τα παίρνεις πίσω. Πού να τα πάρης! Τα διάφορα φάγανε και σπίτια και αμπέλια. Αχ! κύριε έφορα, όλο το νησί στα χέρια του βρίσκεται· όλο μας το βιος στα κατώγια του μαζεύτηκε. Να μπης, λένε, στο κατώγι του Τρακοσάρη και να σου καή η καρδιά σου. Κατακαϋμένη πατρίδα, με τα καράβια ταμέτρητα, ποιος να σου τώλεγε! Να ρημάζης εσύ να θεριεύη ο Τρακοσάρης
— Έτσι που λες, κύριε έφορα, ξαναείπε σε λίγο ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ίσως και να με παίρνης για παλαβό, για αχμάκη, που κάθομαι εδώ και φωνάζω στους καφενέδες. Στους καφενέδες! Όλοι οι καπετανέοι στους καφενέδες καταντήσαμε. Τόσα χρόνια πάλεψα με τη θάλασσα, το Χάρο με τα μάτια μου τον είδα· και η θάλασσα δε μ’ έφαγε. Μ’ έφαγε η στερηά και ο Γερο-Τρακοσάρης. Σαν ξέκανα το μπάρκο — τι να το κάνω; περισσότερη η ζημιά του παρά το καλό του — είπα νάρθω να τελειώσω τις μέρες μου στο νησί με τα λίγα που είχα. Είχα κ’ εγώ το δικό μου· το σπίτι, λίγες εληές, λίγα κλήματα. Φτωχικά θα περνούσαμε. Η στερηά δε με σήκωσε. Από αρρώστεια σε αρρώστεια. Γιατρούς και γιατρικά. Αρρώστησε και το κορίτσι μου το Σεραϊνώ, Θεός σχωρέσ’ την! Μας έπνιξαν τα έξοδα ενάμισυ χρόνο. Κάποιος μου είπε να σηκώσω από τον Γερο-Τρακοσάρη. Ο καλός ο Τρακοσάρης κάνει ευκολίες. Πήγα κ’ εγώ στον Γερο-Τρακοσάρη. «Παιδί μου Νικόλα, να σου κάνω την ευκολία σου, μου είπε, γιατί σε λυπούμαι Για σένα τα κάνω, γιατί είσαι φαμελιάρης. Δεν έχω κ’ εγώ. Δώσε δω και δώσε κει μου φάγανε το βιος μου. Στους δρόμους θα μείνω. Να σου δώσω διακόσιες δραχμές, να μου δώσης και συ ένα αμανάτι Δεν το ξέρεις, Νικόλα παιδί μου· ζωή και θάνατος είνε σ’ αυτόν τον κόσμο. Να μου φέρης το αμανάτι και να σου μετρήσω τις διακόσιες δραχμές να κάνης τη δουλειά σου. Διάφορο δε θέλω από σένα· τον καφέ μου και τον καπνό μου να μου πλερώνης κάθε μέρα. Μια δεκάρα για τον καφέ, μια δεκάρα για τον καπνό. Στον καφετζή τον Μπαρμπα-Δημητρό να τα δίνης, να πίνω τον καφέ στην υγειά σου». Ακούς, κύριε έφορα; Του πήγα το δαχτυλίδι της γυναίκας μου, μπριλαντένιο δαχτυλίδι, κ’ ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με μαργαριτάρια. Πεντακόσιες δραχμές μες στο νερό! Τα κυττάει και μου λέει: «Ας έχης χάρι, Νικόλα παιδί μου, ούτε διακόσιες δραχμές δεν κάνουνε». Τι να κάνω; Πήρα τις διακόσιες δραχμές και του είπα και σπολλάτη. Και οι δεκάρες δεκάρες κάθε μέρα· έξη δραχμές το μήνα, εβδομηνταδυό δραχμές το χρόνο. Μια μέρα με φωνάζει και μου λέει: «Νικόλα παιδί μου, μου χρειάζονται τα λεφτά. Χρωστάω κ’ εγώ, θα με βάλουν φυλακή!» Βρε αμάν, βρε ζαμάν, είχα και το κορίτσι που μου πέθανε· να το θάψω δεν είχα. Τίποτα ο γέρος. Θα το πουλήσω το αμανάτι, Νικόλα παιδί μου, κι’ όσα πιάσω, ας ζημιωθώ κι’ όλα!» Είπε πως τα πούλησε, ο Θεός κ’ η ψυχή του. Μου πέθανε και το κορίτσι. Εκεί που το κλαίγαμε και δεν είχαμε και να το θάψωμε, να σου τον ο γέρος! Με τα δάκρυα στα μάτια. «Ζωή σε λόγου σας. Τι ήτανε πάλε το κακό που σ’ ευρήκε, Νικόλα παιδί μου: Σε καίγετ’ η καρδιά μου!» Με πήρε στην μπάντα. «Να σου κάνω καμμιά ευκολία, Νικόλα παιδί μου. Από το ψωμί των παιδιών μου να κόψω, να σου δώσω. Άνθρωποι είμαστε. Αν δε βοηθήση ο ένας τον άλλον, αλλοίμονο!» Είπα κ’ εγώ: ψυχοπονιάρης ο καϋμένος ο γέρος· φιλάργυρος, μα ψυχοπονιάρης! Εκεινού το μάτι του δούλευε. Μούκανε την ευκολία να θάψω το κορίτσι, του πήγα κ’ εγώ αμανάτι μια χρυσή καδένα, κάτι γανώματα, ένα ταψί μεγάλο, πολίτικο. Έγδυσα το σπίτι, τι να κάνω; «Δεν πιάνουν τίποτα, Νικόλα παιδί μου, μούλεγε. Μισοτιμής να τα πουλήσης και πάλε. Ποιος έχει παράδες να δώση;» Πάνε κι’ αυτά μαζί με τάλλα. Να δουλέψω δεν μπορούσα^ από αρρώστεια σε αρρώστεια κ’ εγώ και το Μυγδαλιώ, η γυναίκα μου. Έδωκε ο Θεός και μεγάλωσε και το παιδί μου ο Μιχαληός. «Να φύγω, πατέρα, μούλεγε, να πάω στην Αμέρικα. Προκοπή δεν έχει ο τόπος μας. Να πάω στην Αμέρικα να σας στείλω λίρες με το τσουβάλι». Βρε παιδί μου Μιχαληό, τούλεγα, να μας φύγης και συ, τι θα γίνωμε; Άλλο παιδί δεν έχομε, η μάννα σου θα πεθάνη από τον καϋμό της!… Αυτός τίποτε. «Να φύγω, πατέρα· δεν μπορώ να σας βλέπω να πεινάτε. Να βρω το ναύλο μου και να φύγω…» Τώμαθε ο Γερο-Τρακοσάρης. Μια μέρα με βρίσκει κάτω στο γιαλό. Με αποπήρε. «Έχεις μυαλά, Νικόλα παιδί μου, ή δεν έχεις; Με τα μυαλά των γυναικών αρμενίζεις; Γιατί δεν αφίνεις το παιδί να πάη στην Αμέρικα, να ιδήτε και σεις Θεού πρόσωπο; Τι να τον κάνης εδώ που τον φυλάς; Δε βλέπεις την κατάντια του νησιού μας;» Να τον στείλω μαθές, είπα κ’ εγώ. Μα δεν έχομε τα έξοδα. «Τα έξοδα βρίσκονται, μου είπε. Σ’ ένα χρόνο μέσα θα τα βγάλης. Ας είνε καλά ο Μιχαληός! Να σου βρω εγώ, Νικόλα παιδί μου. Δεν έχω κ’ εγώ, μα γιατί σ’ αγαπώ και σε λυπάμαι, θα πάρω από το μπατζανάκη μου να σου δώσω…» Σήκωσα είκοσι λίρες κ’ έβαλα το σπίτι υποθήκη. Αυτό μούμενε. Έφυγε ο Μιχαληός με το καλό. Σε δυο μήνες λαβαίνω ένα γράμμα από το Κεϊπτάουν με τρεις λίρες. «Δουλειές δεν έχει, πατέρα, μούγραφε ο Μιχαληός. Κάνω εδώ ένα κουτσοεμπόριο στο πόδι, όσο για το ψωμί. Ο Θεός ξέρει πώς οικονόμησα αυτές τις τρεις λίρες. Κάνετε υπομονή και πάλι εδώ είμαι». Πέρασαν μήνες· τίποτε, ούτε γράμμα, ούτε να μάθωμε αν ζη για πέθανε ο Μιχαληός. Έδωκ’ ο Θεός κ’ ήρθε ένας πατριώτης τις προάλλες από τα μέρη αυτά. «Καλά είνε ο Μιχαληός, μας είπε. Στο Κεϊπτάουν δεν μπόρεσε να πιάση δουλειά. Μπαρκάρησε θερμαστής μ’ ένα εγγλέζικο βαπόρι». Μας έδωκε και τη σύστασί του, να του γράψουμε σ’ ένα &μπορτινχάους&, σα γυρίση να βρη το γράμμα. Τίποτε! Μήνες πέρασαν, γράμμα σε γράμμα τούστειλα. Τίποτε! Έρχονται κ’ οι πατριώτες και μας λένε ένας το μακρύ του κι’ άλλος το κοντό του. Άλλος μας λέει πως πέθανε κι’ άλλος πως παντρεύτηκε κι’ άλλος μας λέει πως τον είδε με τα μάτια του και πως μπαρκάρησε για την πατρίδα. Η μάννα του πάει να τρελλαθή από το κακό της. «Να όψεσαι που τώστειλες το παιδί στα ξένα». Έχομε και τη γκρίνια στο σπίτι Εγώ να όψωμαι για ο Γερο- Τρακοσάρης; Τον πετυχαίνω τις προάλλες στο παζάρι. Δε βάσταξα: «Να όψεσαι, του λέω, πούχασα το παιδί μου!» Γυρίζει και μου λέει μέσα στον κόσμο: «Εγώ να όψωμαι για σεις που κάνετε τα προκομμένα τα παιδιά; Σαν κάνη ο γυιός σου παραλυσίες και μπεκριλίκια, τι σου φταίω εγώ;» Άνοιξε η γη να με καταπιή. Με πήρε το παράπονο κι’ άρχισα τα κλάματα καταμεσής στο παζάρι. «Με τα κλάματα δε βγαίνει τίποτε, γυρίζει πάλε και μου λέει. Να μου φέρης τους παράδες που μούφαγες, γιατί θα σου βγάλω το ρημάδι σου στο σφυρί…»· Κ’ έφυγε. Μούρθε ζάλη. κ’ έχασα τον κόσμο, πήγα να σωριαστώ κάτω. «Εγώ σούφαγα παράδες;..» πήγα να του πω. Δεν μπόρεσα. Μου πιάστηκε η φωνή. Με πήρανε και με πήγανε στο σπίτι… Την περασμένη Κυριακή μούβγαλε το σπίτι στο σφυρί. Στους δρόμους μας πέταξε, να πεθάνωμε…
Το παράπονο τον έπνιγε. Έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τα μάτια του.
— Ο Θεός να μας λυπηθή να μας αναπάψη.
Στον καφενέ, αμίλητοι όλοι, είχαν καρφώσει τα μάτια τους απάνω στον Μπαρμπα-Νικόλα και τον κύτταζαν. Βουρκωμένα τα μάτια ολωνών. Καθένας συλλογιζότανε τα δικά του τα χάλια. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτη από τον ουρανό. Ο ξένος γύρισε και κύτταξε ολοτρόγυρα. Στο λιμάνι το έρημο δύο τρεχαντήρια στο μώλο αργοσάλευαν απάνω στα νερά. Αντίκρυ ο Άη-Παντελέημονας, με το μισό καμπαναριό, ασοβάντιστος, όπως έμεινε από τον καιρό που έπεσε η δυστυχία στο νησί, αλειτούργητος, ρημαγμένος, άπλωνε μια λυπητερή σκιά ολοτρόγυρα. Τα μεγάλα σπίτια, απάνω από το γιαλό, με τα σκοτεινά παράθυρα, έρημα από χρόνια, του φάνηκαν του ξένου πως του βάραιναν στο στήθος απάνω σα βουνά.
— Δυστυχισμένο νησί, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Ρήμαξε και πάει!
Ο Μπαρμπα-Νικόλας σήκωσε τα μάτια του, κόκκινα φωτιά.
— Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια! είπε.
Η φωνή του έτρεμε. Σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε πέρα, κατά το τρισέκι που είχε χαθή ο γέρος με τη μαγκούρα κρεμασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι στο άλλο.
— Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια!…
Ο ΤΡΑΚΟΣΑΡΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΠΑΡΘΕΝΗ ΚΙ’ ΑΛΛΕΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...