Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Βίος καὶ Πολιτεία τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Εἰρήνης τῆς Ἡγουμένης τῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοβαλάντου

Τὸ κείμενο βασίζεται στὸ διήγημα «Ἡ ὁσία Εἰρήνη», τῆς Θεοδώρας Χαμπάκη, ἡγουμένης τῆς ἱερᾶς μονῆς ὁσίου Θεοδοσίου στὸν Ἅγιο Στέφανο Ἀττικῆς.



Στὰ μέσα τοῦ 9 μ.Χ. αἰώνα, ὅταν αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου ἦταν ὁ εἰκονομάχος Θεόφιλος καὶ σύζυγός του ἡ εἰκονολάτρισσα Θεοδώρα, ὅταν ἡ περίοδος τῆς Εἰκονομαχίας, ποὺ γιὰ περισσότερο ἀπὸ 100 χρόνια ταλάνισε τὴν αὐτοκρατορία, βρισκόταν στὴν τελευταία φάση της, στὴν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, γενέτειρα πολλῶν ἁγίων της Ἐκκλησίας μας, γεννήθηκε καὶ ἔζησε τὴν πρώτη της νεότητα ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ Χρυσοβαλάντου, μία ἀπὸ τὶς πολλὲς χαριτόβρυτες καὶ θαυματουργὲς ἁγίες της Ὀρθοδοξίας. Ἐπιλέχθηκε ὡς ὑποψήφια σύζυγος τοῦ ἀνήλικου αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ´ (ποὺ ἔμελλε ἀπὸ τοὺς σφετεριστὲς τοῦ θρόνου του νὰ ἐπονομαστεῖ «μέθυσος»)· ἀλλὰ ὁ Θεὸς τῆς ὑπέδειξε τὸ δρόμο τοῦ μοναχισμοῦ καὶ ἐκείνη ὁλοπρόθυμα τὸν ἀκολούθησε καὶ διέπρεψε, πάντα μὲ τὴ βοήθεια τῆς Θείας Χάρης. Ἀπὸ μία περίεργη σύμπτωση, ἀπόρροια τῆς Θείας Πρόνοιας, ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος ἀπέρριψε τὴν ὑποψήφια σύζυγό του καὶ ἔτσι ἡ Ἐκκλησία κέρδισε μία ἐμπνευσμένη ὑμνογράφο, τὴν Κασσιανή. Ὁ γιὸς τοῦ Θεόφιλου, ὁ Μιχαὴλ ὁ Γ´, στὰ χρόνια του ὁποίου ἡ Εἰκονομαχία (726-843) ἔλαβε τέλος, ἀπέρριψε τὴν ὑποψήφια σύζυγό του καὶ ἡ Ἐκκλησία στολίστηκε μὲ μία ἁγία, τὴν Εἰρήνη, Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου.
Πατέρας τῆς ἁγίας ἦταν ὁ πατρίκιος Φιλάρετος ὁ Καππαδόκης. Ἦταν ἀπὸ τὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, εὐνοούμενος τοῦ αὐτοκράτορα Θεόφιλου καὶ ἔμπιστος τῆς συζύγου τοῦ Θεοδώρας. Ἦταν ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς τοῦ ἐξαιρετικῆς σημασίας θέματος τῆς Καππαδοκίας. Μητέρα της ἡ πατρικία Ζωή, γυναίκα ὄμορφη καὶ σεβαστὴ σὲ ὅλη τὴν Καισαρεία γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο της. Τὸ ἀνδρόγυνο εἶχε ἀποκτήσει δυὸ κόρες, τὴν Καλλινίκη καὶ τὴν Εἰρήνη.
Ἡ Καλλινίκη γεννήθηκε τὸ 825. Ὀφείλει τὸ ὄμορφο ὄνομά της στὶς θριαμβευτικὲς νίκες ποὺ πέτυχε ὁ πατέρας τῆς ἐναντίον τῶν Σαρακηνῶν τὴ χρονιὰ ποὺ γεννήθηκε. Τρία χρόνια ἀργότερα, τὸ 828, γεννήθηκε ἡ Εἰρήνη. Ὁ Φιλάρετος ὅμως ἔχασε τὴ γυναίκα του, ὅταν ἐκείνη ἦταν ἀκόμη πολὺ νέα. Ἔτσι, ἡ ἀνατροφὴ τῶν δυὸ κορῶν τους ἀνατέθηκε στὴν πατρικία Σοφία, τὴ μεγαλύτερη ἀδερφὴ τοῦ στρατηγοῦ.
Ἡ Σοφία ἦταν μορφωμένη γυναίκα, βαθύτατα θρησκευόμενη καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ εἰσαχθεῖ στὶς ἰσάγγελες τάξεις τῶν μοναζουσῶν. Ὅμως, ἡ πρόωρη χηρεία τοῦ ἀδερφοῦ της τὴν ἀπέτρεψε ἀπὸ τὰ σχέδια της καὶ τὴν ὤθησε νὰ ἀφιερωθεῖ στὶς δυὸ ὀρφανὲς ἀνιψιές της. Ἀγάπησε τὰ κοριτσάκια σὰν δικά της παιδιὰ καὶ τοὺς μετέδωσε ὅλη τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ βαθύτατη πίστη της σὲ Αὐτόν. Ἄλλωστε, ὁ ἀδερφός της συχνὰ ἀναγκαζόταν νὰ ἀφήνει μόνο στὰ χέρια της τὶς κόρες του, καθὼς τὰ δικά του καθήκοντα τὸν καλοῦσαν συχνὰ σὲ πολέμους καὶ ἐκστρατεῖες.
Ὅμως, ὁ πατρίκιος Φιλάρετος, ὁ ὁποῖος λάτρευε τὶς δυὸ θυγατέρες του, τὶς ἀνέθρεψε μὲ τρόπο ζηλευτό. Ἡ Καλλινίκη καὶ ἡ Εἰρήνη ἔλαβαν μεγάλη μόρφωση ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους δασκάλους τῆς Καισαρείας. Οἱ φιλότιμες προσπάθειες τῆς θείας τους καὶ τοῦ πατέρα τους δὲν ἀπέβησαν μάταιες. Οἱ δυὸ ἀδερφές, πραγματικὲς καλλονές, μεγαλώνοντας ἦταν πρότυπα ἀρετῆς καὶ ἀρχοντιᾶς καὶ ἡ φήμη τους, ἐνισχυμένη ἀπὸ τὸ μεγάλο ὄνομα τῆς οἰκογένειάς τους καὶ τὴ δόξα τοῦ πατέρα τους, εἶχε φτάσει ὡς τὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ Καλλινίκη καὶ ἡ Εἰρήνη, ἂν καὶ πολὺ ἀγαπημένες, ἦταν χαρακτῆρες ἐκ διαμέτρου ἀντίθετοι καὶ ὁ Κύριος εὐδόκησε, ὥστε νὰ ζήσουν ἀνάλογο βίο. Ἡ Καλλινίκη ἦταν ἔξυπνη, ζωηρή, πολὺ εὐχάριστη στὴ συντροφιά της καὶ πανέμορφη. Εἶχε ἀπόλυτη συναίσθηση τῆς ὀμορφιᾶς της καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀρέσει. Πρόσεχε τὴν ἐμφάνισή της, παρακολουθοῦσε τὴ μόδα, λάτρευε τὰ πλούσια φορέματα καὶ τὰ ἀκριβὰ κοσμήματα., τὰ ὁποῖα ὁ ἀγαπημένος της πατέρας δὲ φειδόταν νὰ χαρίζει στὴν πρωτότοκη κόρη του.
Τὴν ἄνοιξη τοῦ 839, ὁ Φιλάρετος φιλοξένησε στὸ ἀνάκτορό του τὸ νεαρὸ Βάρδα (κατοπινὸς Καίσαρας), ἀδερφὸ τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας, ὁ ὁποῖος εἶχε μεταβεῖ στὴν Καισαρεία γιὰ κρατικὴ ὑπόθεση, ἀπεσταλμένος τοῦ αὐτοκράτορα Θεόφιλου. Ἐκεῖ γνώρισε τὴ δεκατετράχρονη Καλλινίκη, γοητεύτηκε ἀπὸ τὴν καλλονή της καὶ τὴ ζήτησε σὲ γάμο. Λίγους μῆνες ἀργότερα, ὁλόκληρη ἡ Καππαδοκία παρέστη στοὺς ὑπέρλαμπρους γάμους τῆς Καλλινίκης καὶ τοῦ Βάρδα, ὅπου ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος συμμετεῖχε ὡς παραγαμπρὸς τοῦ γυναικαδερφοῦ του. Ἀμέσως μετά, τὸ νεαρὸ ζευγάρι ἔφυγε γιὰ τὰ ἀνάκτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ Καλλινίκη μοιράστηκε τὴ ζωή της μὲ τὸν Καίσαρα Βάρδα καὶ ἀπόκτησε μαζί του δυὸ γιοὺς καὶ δυὸ κόρες. Ἔζησε μὲ τὸν κοσμικὸ καὶ πολυτελῆ τρόπο ποὺ ἐπιθυμοῦσε, ὅμως ἀληθινὰ εὐτυχισμένη μᾶλλον δὲν ὑπῆρξε ποτὲ δίπλα στὸ φιλόδοξο καὶ ἰσχυρὸ Καίσαρα, μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες προσωπικότητες τοῦ Βυζαντίου κατὰ τὸν 9ο αἰώνα, μὲ τὸν πολυτάραχο βίο καὶ τὸ ἄδοξο τέλος.
Ἡ Εἰρήνη ἦταν ἐπίσης πεντάμορφη καὶ πανέξυπνη, ὅμως δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ στολίζει τὴν ὀμορφιά της, οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ τὴν ἐπιδεικνύει. Φρόντιζε μὲ ταπεινότητα νὰ καλύπτει τὰ πολλά της χαρίσματα, σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἥσυχη καὶ ἀποτραβηγμένη ἀπὸ τὰ κοινωνικὰ δρώμενα, χρησιμοποιοῦσε τὰ ἀποθέματα κοινωνικότητας, μὲ τὰ ὁποῖα κάθε ἄνθρωπος ἔχει προικισθεῖ, σὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ συμπαράστασης στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Μοναδικό της στολίδι ἦταν ὁ χρυσὸς σταυρὸς ποὺ κρέμονταν στὸ στῆθος της, ἐνῶ τὰ πανάκριβα κοσμήματα ποὺ τῆς χάριζε ὁ πατέρας της τὰ διέθετε γιὰ ἀλτρουιστικοὺς σκοπούς. Λάτρευε μὲ μεγάλη ἀφοσίωση τὸ Χριστὸ καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐναρμονίζει τὸ βίο της μὲ τὶς ἐντολές Του. Πνευματικός της ἦταν ὁ Γέροντας Συνέσιος στὴ μονὴ τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Τὴ μονὴ αὐτὴ εἶχε ἱδρύσει ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν σὲ μεγάλη ἀκμή. Ὁ Γέροντας Συνέσιος θαύμαζε τὶς προόδους τῆς πνευματικῆς του θυγατέρας καὶ ἡ Εἰρήνη, ποὺ ἐξέπεμπε μέσα στὴν ἁπλότητά της μιὰ μεγαλοπρέπεια, ἡ ὁποία μαγνήτιζε ὅσους τὴν ἀντίκριζαν, ἄφηνε νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι θὰ ἀσπαστεῖ τὸ μοναχικὸ βίο.
Τὸ χειμώνα τοῦ 843, ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, χήρα πιὰ καὶ ἐπίτροπος τοῦ γιοῦ της Μιχαὴλ Γ´, κάλεσε τὸν πατρίκιο Φιλάρετο στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶχε ἀποφασίσει νὰ θέσει ὁριστικὸ τέλος στὴν Εἰκονομαχία καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ ἐγχείρημα χρειαζόταν τὴ βοήθεια καὶ τοῦ στρατοῦ καὶ τῶν ἱερέων. Ἐμπιστεύτηκε λοιπὸν τὸ Φιλάρετο καὶ τὸν Ὁμολογητὴ Μάξιμο (μετέπειτα Πατριάρχη). Ὅταν ἐπιτεύχθηκε ὁ σκοπός της καὶ οἱ ἱερὲς εἰκόνες ἀναστηλώθηκαν (19 Φεβρουαρίου 843 μ.Χ.), ζήτησε ἀπὸ τὸ Φιλάρετο νὰ φέρει στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ὄμορφη θυγατέρα του, προκειμένου νὰ τὴν παντρέψει μὲ τὸ γιό της Μιχαήλ. Ἔψαχνε κατάλληλη νύφη, ἡ ὁποία θὰ συνέτιζε τὸ νεαρὸ αὐτοκράτορα ἀπὸ τὰ ξέφρενα γλέντια καὶ θεωροῦσε ὅτι ἡ φημισμένη γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή της καλλονὴ θὰ ἐξυπηρετοῦσε τὸ σκοπό της.
Ὁ Φιλάρετος μήνυσε ἀμέσως στὴν ἀδερφή του νὰ στείλει τὴν Εἰρήνη, ποὺ τότε ἦταν δέκα πέντε χρονῶν, στὴ Βασιλεύουσα μὲ τὴ συνοδεία τοῦ πατρικίου στρατηγοῦ Νικηφόρου, ἀδερφοῦ τῆς μακαρίτισσας συζύγου του. Τὰ νέα ὅτι ἡ Εἰρήνη θὰ παντρευόταν τὸν αὐτοκράτορα καὶ θὰ φοροῦσε τὸ στέμμα τῆς αὐτοκρατορίας διαδόθηκαν σὰν ἀστραπὴ σὲ ὅλη τὴν Καππαδοκία. Ὅλοι μακάριζαν τὸν πατρίκιο γιὰ τὴν εὐτυχία ποὺ τοῦ ἐπιφύλαξε ὁ Θεός, νὰ στολίσει τὰ αὐτοκρατορικὰ ἀνάκτορα μὲ τὶς δυὸ πανέμορφες κόρες του. Ὁ στρατηγὸς Νικηφόρος διέταξε νὰ ἀρχίσουν ἀμέσως οἱ ἑτοιμασίες γιὰ τὸ ταξίδι τῆς μικρῆς ἀνιψιᾶς τοῦ ὑπὸ τὴν αὐστηρὴ ἐπίβλεψη καὶ ἀκούραστη φροντίδα τῆς πατρικίας Σοφίας.
Ἡ μόνη ποὺ ἔμεινε παγερὰ ἀδιάφορη σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἀναστάτωση ἦταν καὶ ἡ ἄμεσα ἐνδιαφερόμενη: ἡ Εἰρήνη. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς εἶχε ποθήσει τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ὡς Νυμφίο τῆς εἶχε ἐπιλέξει τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπηύθυνε ἀδιάκοπες καὶ ὁλόθερμες προσευχές. Οἱ λόγοι ποὺ δέχτηκε μὲ χαρὰ αὐτὸ τὸ ταξίδι πρὸς τὴ Βασιλεύουσα ἀπεῖχαν πολὺ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὅλοι νόμιζαν: Ταξίδευε στὴν Πόλη γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσει τὴν πολυαγαπημένη της ἀδερφή, τὴν ὁποία δὲν εἶχε ξαναδεῖ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῶν λαμπρῶν γάμων της (εἶχαν περάσει τέσσερα χρόνια ἀπὸ τότε) καὶ γιὰ νὰ ἀποσπάσει τὴν εὐχὴ τοῦ πατέρα της, ὥστε νὰ ἀποσυρθεῖ στὴ μονὴ ποὺ τόσο διακαῶς ποθοῦσε.
Αὐτὲς τὶς μύχιες σκέψεις της ἡ Εἰρήνη τὶς ἐμπιστεύτηκε στὸ μοναδικὸ ἄνθρωπο ποὺ θεωροῦσε ὅτι ἦταν σὲ θέση νὰ τὶς καταλάβει: στὴ θεία της. Ἡ πατρικία Σοφία εἶχε ἀπογοητευθεῖ ἀπὸ τὸ γάμο τῆς Καλλινίκης. Βαθύτατα θρησκευόμενη, ἐπιθυμοῦσε οἱ ἀνιψιές της νὰ διάγουν βίο ἁπλὸ καὶ χριστιανικό. Βέβαια, ποτὲ δὲ θεώρησε ὅτι ἡ Καλλινίκη ἦταν πλασμένη καὶ προορισμένη γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἀλλὰ ἦταν σίγουρη ὅτι ὁ γάμος μὲ τὸ Βάρδα, ποὺ τὴν τοποθετοῦσε μέσα στὸ γεμάτο μηχανορραφίες περιβάλλον τῆς Αὐλῆς, θὰ καθιστοῦσε δυστυχισμένη τὴν ἀνιψιά της. Τῆς ἔμενε ὅμως ἡ Εἰρήνη νὰ πραγματοποιήσει τὰ ὄνειρά της, ὥσπου ἔλαβε τὸ μήνυμα τοῦ ἀδερφοῦ της καὶ πίστεψε ὅτι γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ οἱ ἐλπίδες τὶς ἀποδεικνύονταν φροῦδες. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὰ σχέδια τῆς Εἰρήνης, ἡ ὁποία μιλοῦσε μὲ μοναδικὴ ἀποφασιστικότητα, ἀγαλλίασε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, ποὺ ἡ μικρή της ἀνιψιὰ δὲ θὰ θυσιαζόταν στὸ βωμὸ τῆς ματαιοδοξίας.
Ὅλα ἦταν πιὰ ἕτοιμα γιὰ τὸ μακρὺ ταξίδι πρὸς τὴν Πόλη. Ἡ Εἰρήνη, πρὶν ἀναχωρήσει ὁριστικὰ ἀπὸ τὴ γενέτειρά της, ἐπισκέφθηκε τὸν πνευματικό της πατέρα. Ὁ γέροντας Συνέσιος τὴν εὐλόγησε καὶ τὴν συμβούλεψε νὰ σταθμεύσει στὸ ὄρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας, μεγάλο ἀσκητικὸ κέντρο τῆς ἐποχῆς, καὶ νὰ λάβει τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸ μεγάλο ἀσκητὴ Ἰωαννίκιο. Ὕστερα, ἡ Εἰρήνη ἀποχαιρέτησε γιὰ πάντα τὴν πολυαγαπημένη τῆς θεία ποὺ γι᾿ αὐτὴν ἦταν καὶ μητέρα. Μετὰ τὴν ἀναχώρηση τῆς ἀνιψιᾶς της, ἡ πατρικία Σοφία μόνασε στὸν ἱερὸ παρθενώνα τῆς Ὑπαπαντῆς, πραγματοποιώντας μία ἐπιθυμία τὴν ὁποία ἀνέβαλε γιὰ 15 ὁλόκληρα χρόνια γιὰ ἀγάπη τοῦ ἀδερφοῦ της. Τὶς ἀνιψιές της δὲν τὶς ξαναεῖδε ποτέ.
Ἡ Εἰρήνη ἐπιβιβάστηκε στὴν ἅμαξά της μὲ τὶς δυὸ θεραπαινίδες της, τὴν Φιλικητάτη καὶ τὴν Ἀρετή, ποὺ ἀργότερα μπῆκαν στὴ μοναστική της συνοδεία. Θὰ τὴν συνόδευε στρατιωτικὸ ἄγημα 40 ἀνδρῶν, ἐπικεφαλῆς τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ θεῖος της, πατρίκιος Νικηφόρος. Οἱ στιγμὲς ἦταν ἐξαιρετικὰ συγκινητικές, διότι ἡ κόρη γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι δὲ θὰ ξανάβλεπε τὸ πατρικό της σπίτι. Ἔτσι, ξεκίνησε τὸ ταξίδι τῆς μέλλουσας αὐτοκράτειρας, ὅπως ὅλοι νόμιζαν.
Μετὰ ἀπὸ πολυήμερη καὶ κοπιαστικὴ διαδρομή, οἱ ταξιδιῶτες ἔφτασαν στὸ ὄρος τοῦ Ὀλύμπου. Ἐκεῖ, ἡ Εἰρήνη καὶ ὁ θεῖος τῆς φιλοξενήθηκαν γιὰ τέσσερις μέρες στὴ μονὴ τῶν Ἀγαύρων καὶ στὴ συνέχεια, ὁ Ἡγούμενος τῆς μονῆς συνόδευσε τοὺς ἐπισκέπτες του στὸ μέρος ὅπου ἀσκήτευε ὁ ὅσιος Ἰωαννίκιος. Ἔπειτα ἀπὸ ἐπίπονη καὶ κοπιαστικὴ ἀνάβαση, εἶδαν τὸν ἡλικιωμένο ἅγιο νὰ κάθεται ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιά του. Τοὺς κοίταζε μὲ καλοσυνάτο καὶ γαλήνιο χαμόγελο, σὰν νὰ τοὺς περίμενε. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ δὲ δεχόταν προσκυνητές, διότι γνώριζε πὼς πλησίαζε ἡ κοίμησή του καὶ ἤθελε ἀπόλυτη ἡσυχία γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως σηκώθηκε καὶ ἀκουμπώντας στὸ ραβδί του πλησίασε τοὺς προσκυνητές. Ἡ Εἰρήνη ἑτοιμάστηκε νὰ βάλει μετάνοια μπροστὰ στὸν ὅσιο, ὅταν κατάπληκτη βλέπει τὸν ἅγιο νὰ γονατίζει ἐκεῖνος μπροστά της καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε νὰ τῆς λέει: «Καλῶς ἦλθες δούλη τοῦ Θεοῦ Εἰρήνη. Ὕπαγε μετὰ χαρᾶς στὴ Βασιλεύουσα. Ἡ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου ἐσένα περιμένει νὰ ποιμάνεις τὰς παρθένους της». Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ τὸ διηγιόταν μὲ βαθύτατη συγκίνηση χρόνια μετὰ ἡ ἴδια ἡ ἁγία, ὄντας πιὰ Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου.
Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Ἰωαννικίου τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὶς 4 Νοεμβρίου.
Ἡ Εἰρήνη καὶ οἱ συνταξιδιῶτες της ἔφτασαν ἐπιτέλους στὴν Κωνσταντινούπολη ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωινό, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν ἐκεῖ ὅτι μόλις πρὶν λίγες μέρες εἶχαν τελεστεῖ οἱ γάμοι τοῦ αὐτοκράτορα μὲ τὴν Εὐδοκία τὴ Δεκαπολίτισσα. Ὁ πατέρας της, ἡ ἀδερφή της, ὁ θεῖος της μὲ δυσκολία ἔκρυβαν τὴν ἀπογοήτευσή τους. Ἡ Εἰρήνη ἀντίθετα αἰσθανόταν μία ἀγαλλίαση γιὰ τὴν τροπὴ τῶν γεγονότων, ποὺ φαινόταν περίεργη στοὺς οἰκείους της καὶ ἀνησυχοῦσε τὸ στρατηγὸ Νικηφόρο, ὕστερα ἀπὸ τὴν προφητεία ποὺ εἶχε ἀκούσει.
Παρὰ τὴ ματαίωση τῶν αὐτοκρατορικῶν της γάμων, ἡ Εἰρήνη δὲν μπόρεσε νὰ ἐπισπεύσει τὴν εἴσοδό της στὶς τάξεις τῶν μοναζουσῶν. Καταρχήν, ἡ Αὐγούστα Θεοδώρα καὶ οἱ κόρες της ἤθελαν νὰ γνωρίσουν τὴν ὑποψήφια νύφη τους. Ἡ αὐτοκράτειρα ἤδη ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα τὴν Καλλινίκη, στὴν ὁποία εἶχε ἀπονείμει τὸν τίτλο τῆς «εὐγενεστάτης ζωστῆς πατρικίας» καὶ ἤθελε νὰ γνωρίσει τὴν ἀδερφή της, γιὰ τὴν ὁποία ὅλοι μιλοῦσαν μὲ τὰ καλύτερα λόγια. Ἄλλωστε, δὲν ἔκρυβε τὴ θλίψη της γιὰ τὸ γάμο τοῦ γιοῦ της: Ἡ Εὐδοκία (ποὺ ἀπὸ πολλοὺς ἱστορικοὺς ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς ἡ πιὸ ἄχαρη αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου) μὲ τὴν ἀσήμαντη ἐμφάνισή της καὶ τὰ ἐλάχιστα ψυχικά της χαρίσματα πολὺ γρήγορα ὑποσκελίστηκε ἀπὸ τὴν ἐρωμένη τοῦ Μιχαὴλ Γ´, Εὐδοκία Ἰγερινὴ καὶ καθόλου δὲν μπόρεσε νὰ ἐπιβληθεῖ στὸ σύζυγό της. Ἄλλωστε, ἡ Αὐγούστα γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι τὸν πολυπόθητο γάμο ἀνάμεσα στὴν Εἰρήνη καὶ τὸ γιό της, ματαίωσε μὲ διάφορες ἐνέργειες ὁ ἀδερφός της καὶ γαμπρὸς τῆς Εἰρήνης, ὁ Καίσαρας Βάρδας: ὁ Βάρδας δὲν ἤθελε ἡ γυναικαδερφή του νὰ ἀνέβει στὸ βυζαντινὸ θρόνο, διότι σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση θὰ ἐνισχυόταν ἡ ἐπιρροὴ τοῦ πεθεροῦ του στὸ Παλάτι καὶ θὰ ἦταν ἐπικίνδυνο ἐμπόδιο στὴν ἐκπλήρωση τῶν φιλόδοξων σχεδίων του.
Ἡ Εἰρήνη, ξένη ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸν κόσμο τῶν συνωμοσιῶν, συνάντησε τὴν Αὐγούστα καὶ τὶς κόρες της. Μιὰ βαθιὰ ἐκτίμηση ἀναπτύχθηκε ἀμέσως ἀνάμεσα στὴν αὐτοκράτειρα καὶ τὸ κορίτσι, ἐνῶ στενὴ φιλία ἔδεσε τὴν Εἰρήνη καὶ τὴν πρωτότοκη κόρη τῆς Θεοδώρας, τὴ Θέκλα. Ὅλες οἱ ζωστὲς θαύμασαν τὸ ἦθος καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Εἰρήνης καὶ ἡ Καλλινίκη ἦταν ἰδιαίτερα ὑπερήφανη γιὰ τὴ μικρή της ἀδερφή, ποὺ ἡ ἁπλότητά της ἀνεδείκνυε ἀκόμη περισσότερο τόσο τὴ σωματικὴ μὰ κυρίως τὴν ψυχική της ὀμορφιά. Κατὰ τὸ ἐπίσημο γεῦμα ποὺ ἀκολούθησε, ἡ Θεοδώρα δώρισε στὴν Εἰρήνη μία χρυσὴ κασετίνα γεμάτη κοσμήματα ἀμύθητης ἀξίας: ἡ κασετίνα αὐτὴ θὰ ἦταν τὸ δῶρο τῆς Αὐγούστας στοὺς γάμους τοῦ γιοῦ της μὲ τὴν Εἰρήνη. Ἀφοῦ γνώρισε τὸ κορίτσι, ἡ αὐτοκράτειρα καὶ οἱ κόρες τῆς ἀπογοητεύτηκαν ἀκόμη περισσότερο γιὰ τὸ γάμο ποὺ σύναψε ὁ Μιχαὴλ Γ´ καὶ γιὰ νὰ δείξει τὴν ἐκτίμησή της στὴν Εἰρήνη, ἡ Θεοδώρα τῆς χάρισε αὐτὸ ποὺ προοριζόταν γιὰ γαμήλιο δῶρο της. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἡ Εἰρήνη ἐλεύθερα μπαινόβγαινε στὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματα τῆς Αὐγούστας καὶ τῶν κορῶν της.
Ὅπως καταλαβαίνει ὁ ἀναγνώστης, μέσα στὴ μυθώδη πολυτέλεια τῶν βυζαντινῶν ἀνακτόρων, ἡ Εἰρήνη ἐπιβλήθηκε μὲ τὴ μεγάλη της καλλονὴ καὶ τὸ ἐξαιρετικό της ἦθος. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἀπολάμβανε ἰδιαίτερης ἐκτίμησης καὶ δόξας: ἦταν ἡ εὐνοούμενη τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας καὶ στενότατη φίλη τῆς πριγκίπισσας Θέκλας, ἦταν ἡ κόρη τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ τῆς Καππαδοκίας Φιλάρετου καὶ ἀνιψιὰ τοῦ ἔνδοξου στρατηγοῦ Νικηφόρου, ἦταν ἡ ἀδερφὴ τῆς πρώτης τῇ τάξει ζωστῆς Καλλινίκης καὶ γυναικαδερφὴ τοῦ Καίσαρα Βάρδα, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ οὐσιαστικὰ κυβερνοῦσε πίσω ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. Ὅλες οἱ κυρίες τῆς ἀνώτατης ἀριστοκρατίας ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὴν γνωρίσουν καὶ νὰ συνδεθοῦν φιλικὰ μαζί της. Δεχόταν ἀμέτρητες προσκλήσεις γιὰ ἐπίσημα γεύματα καὶ χορούς, τὶς ὁποῖες ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ δεχτεῖ καὶ νὰ ἀνταποδώσει, σύμφωνα μὲ τὶς συμβουλὲς τῆς πάντα κοινωνικῆς πολυαγαπημένης τῆς ἀδερφῆς.
Καὶ ἡ Εἰρήνη; Πῶς ἀντιδροῦσε σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα; Ἡ Εἰρήνη, ὅσο μεγαλύτερων τιμῶν ἀπολάμβανε, τόσο περισσότερο ἀδημονοῦσε νὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ ἐγκατέλειπε γιὰ πάντα τὰ ἐγκόσμια. Εἶχε κάθε λόγο, ποὺ θὰ προερχόταν ἀπὸ τὸ νέο τρόπο ζωῆς της, νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἐντελῶς διαφορετικὴ πορεία ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἶχε στὸ μυαλό της, ὅταν ἄφησε τὴν πατρίδα της καὶ ἦρθε στὴν Πόλη ὡς νύφη τοῦ αὐτοκράτορα· ὅμως, ἐκείνη τόσο πιὸ βέβαιη αἰσθανόταν γιὰ τὴν ἐκλογή της. Ἐπιδιδόταν σὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ αὐστηρὴ νηστεία, καθὼς θεωροῦσε δεδομένο ὅτι ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἐλάμβανε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα πλησίαζε.
Μάλιστα, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς βόλτες της μὲ τὴν πριγκίπισσα, ἐπισκέφθηκαν τὴν Μονὴ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ τοῦ Χρυσοβαλάντου, ἡ ὁποία βρισκόταν στὰ περίχωρα τῆς Βασιλεύουσας. Ἡ Εἰρήνη μὲ πολὺ μεγάλη συγκίνηση, ἔχοντας στὸ μυαλό της τὰ λόγια τοῦ μεγάλου Ἰωαννικίου, προσκύνησε στὸ μοναστήρι καὶ συνομίλησε ὦρες μὲ τὴν Ἡγουμένη Ἄννα. Τόσο ἀγάπησε τὴν εὐταξία τῆς μονῆς καὶ τὴ Θεία Χάρη ποὺ ἀπέπνεε, τὴν ψυχικὴ γαλήνη ποὺ ἁπλόχερα πρόσφερε ὁ ἱερὸς τοῦτος χῶρος στοὺς προσκυνητές, τὴν εὐλάβεια ποὺ ξυπνοῦσε στὶς ψυχές, ὥστε ἀποφάσισε νὰ μονάσει ἐκεῖ. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, περίμενε τὴν κατάλληλη εὐκαιρία νὰ μιλήσει τοῦ πατέρα της καὶ νὰ πάρει τὴν εὐχή του, καθὼς δὲν ἤθελε νὰ τὸν λυπήσει μὲ κρυφή της ἀναχώρηση.
Ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ παρουσιαστεῖ. Ὁ πατρίκιος Φιλάρετος μετὰ τὴ ματαίωση τῶν αὐτοκρατορικῶν γάμων τῆς κόρης του εἶχε μία ἐπιθυμία: νὰ ἀποκαταστήσει τὴ μικρή του θυγατέρα μὲ ἕνα συνοικέσιο ἀντάξιό της καὶ στὴ συνέχεια, ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὸ διεφθαρμένο περιβάλλον τῆς Αὐλῆς, νὰ ὑποβάλλει τὴν παραίτησή του καὶ νὰ ἀποτραβηχτεῖ στὸ παλάτι του στὴν Καισαρεία. Ἄλλωστε, μετὰ τὴν ἀρχική του πικρία καὶ παρὰ τὴν προσβολὴ ποὺ ἔγινε στὴν οἰκογένειά του, ἔνιωθε ἱκανοποιημένος ποὺ ἡ Εἰρήνη του δὲν παντρεύτηκε τὸν αὐτοκράτορα: Ἦταν βέβαιος ὅτι δὲ θὰ ἦταν ποτὲ εὐτυχισμένη δίπλα στὸν ἄσωτο Μιχαὴλ Γ´. Μὲ τὰ σχέδιά του ἦταν σύμφωνος ὁ γυναικαδερφός του Νικηφόρος.
Ὁ Φιλάρετος λοιπὸν γνώρισε σὲ μία ἀποστολή του στὴν Ἀδριανούπολη τὸ γιὸ τοῦ Ἔπαρχου τῆς πόλης Νικήτα, πατρίκιο Φωτεινό. Ἦταν ἐξαιρετικὸς νέος, μορφωμένος, προικισμένος μὲ ἔμφυτη ἀρετή, γενναῖος καὶ μοναδικὸς κληρονόμος μιᾶς μεγάλης περιουσίας. Ὁ Φιλάρετος θεώρησε ὅτι ἦταν ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ νὰ εὐτυχίσει στὸ πλευρό του ἡ Εἰρήνη καὶ ἀμέσως μίλησε στὸν πατέρα τοῦ νέου. Ὁ Ἔπαρχος Νικήτας θεώρησε μεγάλη τιμὴ νὰ συγγενέψει μὲ τὴν ἔνδοξη οἰκογένεια τοῦ Φιλάρετου, ποὺ εἶχε τόσο στενοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια· οἱ δυὸ πατεράδες ἔδωσαν λόγο νὰ ἀρραβωνιάσουν τὰ παιδιά τους, πολύφερνα καὶ τὰ δυό τους ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες οἰκογένειες τῆς αὐτοκρατορίας γιὰ γαμπρὸς καὶ νύφη. Στὸ Φωτεινὸ δὲν εἶπαν τίποτα, πρὶν γνωριστεῖ μὲ τὴν Εἰρήνη.
Γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπό, ἐπιστρέφοντας ὁ Φιλάρετος στὴν Πόλη, πῆρε μὲ κάποια πρόφαση τὸ νέο μαζί του. Ἕνα βράδυ, τὸν κάλεσε σὲ ἐπίσημο δεῖπνο στὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματα τοῦ Καίσαρα Βάρδα, ὅπου φιλοξενοῦνταν ὁ πατρίκιος καὶ ἡ Εἰρήνη ἀπὸ τὴν κόρη του καὶ τὸ γαμπρό του. Ἐκεῖ ὁ Φωτεινὸς γνώρισε τὴν πεντάμορφη Εἰρήνη, ἡ ὁποία ἔλαμπε μὲ ὅλη της τὴν περιλάλητη πιὰ ἁπλότητα καὶ τὴ χλομάδα, ἀποτέλεσμα τῆς πολυήμερης αὐστηρῆς νηστείας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνάντηση, ὁ Φιλάρετος ἀποφάσισε νὰ ἀνακοινώσει στὴν κόρη του τὴν ἀπόφασή του, τὸ ἑπόμενο κιόλας πρωί.
Κατὰ τὴ συζήτηση ποὺ ἀκολούθησε, ὁ πατρίκιος ἔκπληκτος πληροφορήθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν κόρη τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφασή της, νὰ λάβει τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα. Ὁ πατέρας ὅμως δὲ συμμεριζόταν τὰ σχέδια τῆς θυγατέρας του. Σκεφτόταν τὴν ἀτίμωση ποὺ θὰ συνεπαγόταν πρὸς τὸ πρόσωπό του, ἡ ἀναίρεση τοῦ λόγου ποὺ εἶχε δώσει στὸν Ἔπαρχο Νικήτα. Ἐπιπλέον, δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ ἐξαίσια κόρη του, ποὺ γι᾿ αὐτὴν μιλοῦσαν ὁλόκληρα τὰ ἀνάκτορα καὶ οἱ μεγαλύτερες οἰκογένειες τῆς αὐτοκρατορίας τὴν ἤθελαν γιὰ νύφη τους, θὰ θαβόταν στὴν ἀφάνεια τοῦ μοναστηριοῦ. Τρομερὰ ὀργισμένος, ἔτσι ὅπως ἡ ἀγαπημένη του Εἰρήνη δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτὲ μέχρι τότε, τῆς ἔδωσε ἀμετάκλητο τελεσίγραφο: Ἢ θὰ δεχόταν νὰ παντρευτεῖ τὸ Φωτεινό, ἢ τὴν ἑπόμενη κιόλας μέρα θὰ ἔφευγε γιὰ τὴν Καισαρεία, ὅπου θὰ παρέμενε φυλακισμένη στὸ πατρικό της ἀρχοντικὸ γιὰ ὅλη της τὴ ζωή.
Ἡ ἐπακόλουθη συναισθηματικὴ φόρτιση τῆς Εἰρήνης εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ἡ εὐαίσθητη κοπέλα νὰ ἀρρωστήσει τόσο βαριά, ὥστε νὰ φτάσει στὸ κατώφλι τοῦ θανάτου. Γιὰ τρεῖς ὁλόκληρες μέρες ἔδωσε πραγματικὴ μάχη γιὰ τὴ ζωή της. Ὁ προσωπικὸς γιατρὸς τῆς αὐτοκράτειρας δὲν ἔφυγε στιγμὴ ἀπὸ τὸ πλευρό της. Ἡ Καλλινίκη προσευχήθηκε ὁλόψυχα στὴν Παναγία καὶ ἔταξε ὅτι ἂν ἡ ἀδερφή της γιατρευτεῖ, θὰ τελέσει σαρανταλείτουργο στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, ἐνῶ στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Βλαχερνιώτισσας θὰ κρεμάσει τὸ πολύτιμο μαργαριταρένιο περιδέραιό της, τὸ γαμήλιο δῶρο τοῦ Καίσαρα Βάρδα πρὸς τὴ γυναίκα του. Ἡ πιὸ τραγικὴ μορφὴ ὅμως ἦταν ὁ πατρίκιος Φιλάρετος. Πίστευε ὅτι ἡ ἀρρώστια τῆς κόρης του, ποὺ τὴν ἔφερε τόσο κοντὰ στὸ θάνατο, ἦταν τιμωρία γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία του καὶ τὴν ὀργή του. Παρακαλοῦσε μὲ ὅλη του τὴ δύναμη τὸν Κύριο νὰ τὸν σπλαχνιστεῖ, ὅ,τι εἶπε ἦταν τὰ λόγια ἑνὸς πονεμένου πατέρα ποὺ καταλαβαίνει ὅτι χάνει γιὰ πάντα τὴν κόρη του. Ἔταξε ὅτι ἂν ἡ Εἰρήνη γιατρευτεῖ θὰ τὴν ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος στὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου, ὅσο κι ἂν τοῦ στοίχιζε αὐτό.
Οἱ προσευχὲς τόσων ἀγαπημένων προσώπων εἰσακούστηκαν καὶ ἡ Εἰρήνη σιγὰ-σιγὰ ἀνάνηψε. Ἡ ἀδερφὴ τῆς ἄρχισε κιόλας καθημερινὰ τὶς σαράντα λειτουργίες, ἐνῶ ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα κρέμασε στὴν εἰκόνα τῆς Βλαχερνιώτισσας τὸ ἀνεκτίμητης ἀξίας κόσμημά της. Ἡ Εἰρήνη παρακολούθησε μὲ κατάνυξη ἀνελλιπῶς καὶ τὶς σαράντα λειτουργίες καὶ ἐπιδόθηκε σὲ θερμότατη προσευχὴ ἐνώπιον τῆς ἱερῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Βλαχερνιώτισσας. Ἡ Αὐγούστα ἐπισκέφθηκε τὴν Εἰρήνη καὶ τῆς χάρισε μία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, μοναδικῆς τέχνης. Ἡ Εἰρήνη φύλαξε σὲ ὅλη της τὴ ζωὴ τὸ αὐτοκρατορικὸ δῶρο τῆς ἀσθένειάς της καὶ μετὰ τὴν ὁσιακή της κοίμηση, τὸ εἰκόνισμα παρέμεινε στὸ καθολικό της μονῆς Χρυσοβαλάντου.
Μὲ τὶς συμβουλὲς τοῦ γιατροῦ μεταφέρθηκε στὰ ἀνάκτορα τῶν Βλαχερνῶν, καθὼς ἡ ἐξοχὴ θὰ συνέβαλε στὴ γρήγορη ἀνάρρωσή της. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἡ Εἰρήνη μποροῦσε νὰ βλέπει τὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου. Μέσα στὴν ἐξαιρετικὴ περιποίηση ποὺ εἶχε, προετοιμαζόταν ἀκόμη περισσότερο γιὰ τὸ δρόμο τῆς ἄσκησης καὶ τὴν πορεία τοῦ ἀγγελικοῦ βίου. Κάθε δεσμὸς μὲ ὁτιδήποτε κοσμικὸ εἶχε ὁριστικὰ κοπεῖ. Ἀκόμη κι ὅταν στὸ παλάτι ἔφτασε ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια μὲ ἕνα πλῆθος ἐπισήμων ἀκολούθων, ἡ Εἰρήνη κατόρθωσε νὰ ζεῖ ἀπομονωμένα μὲ μόνη συντροφιά της τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἡ εὐτυχία της μεγάλωνε ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ ἐγκλειστεῖ στὴ μονὴ καὶ ἀκτινοβολοῦσε μία οὐράνια γαλήνη. Γιὰ ὅλα αὐτά, εἶχε κερδίσει τὸν ἀμέριστο θαυμασμὸ τῆς πριγκίπισσας Θέκλας, ποὺ ἤδη τὴν ἔβλεπε σὰν ἁγία.
Ἐδῶ πρέπει ἴσως νὰ προσθέσουμε ὅτι ἡ Εἰρήνη ἔστειλε μὲ κάθε μυστικότητα τὰ ἀμύθητης ἀξίας κοσμήματά της, τὸ αὐτοκρατορικὸ δῶρο τῶν ματαιωμένων γάμων της, στὸ ὀρφανοτροφεῖο τῶν Ὑψωμαθείων. Τὸ ὀρφανοτροφεῖο αὐτὸ τὸ συντηροῦσαν οἱ μοναχὲς τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου, ὅπως τὴν εἶχε ἐνημερώσει ἡ Ἡγουμένη κατὰ τὸ πρῶτο της προσκύνημα στὸ μοναστήρι.
Ὅταν ἡ Εἰρήνη γιατρεύτηκε καὶ δυνάμωσε ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἀσθένειά της, εἶχε περάσει ἡ γιορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ ὅλοι πιὰ ἤξεραν ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα νὰ ἀποχαιρετήσουν τὴν ἀγαπημένη τους. Ἡ Εἰρήνη ἀποχαιρέτησε τὸ θεῖο της πατρίκιο Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος ἦταν αὐτήκοος μάρτυρας τῆς προφητείας τοῦ ὁσίου Ἰωαννικίου. Ὕστερα ἦρθε ἡ σειρὰ τῆς ἀδερφῆς της. Ἡ Καλλινίκη ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα γιὰ τὸν παντοτινό της χωρισμὸ ἀπὸ τὴν πολυαγαπημένη της ἀδερφή. Τὰ γλυκὰ λόγια τῆς Εἰρήνης δὲν τὴν καθυσήχαζαν· τὸ μόνο ποὺ ἠρεμοῦσε κάπως τὴ μεγάλη της πίκρα ἦταν ἡ σκέψη ὅτι ἡ Εἰρήνη δὲν πήγαινε πολὺ μακριὰ καὶ πὼς θὰ μποροῦσε, ὅσο ἐπιτρεπόταν ἀπὸ τοὺς κανόνες τῆς μονῆς, νὰ τὴν ἐπισκέπτεται. Στὶς συγκινητικὲς αὐτὲς στιγμές, παρὼν ἦταν καὶ ὁ Καίσαρας Βάρδας. Οἱ βιογράφοι τῆς ἁγίας ἀλλὰ καὶ τοῦ Καίσαρα, καθὼς καὶ σύγχρονοί τους ἱστορικοὶ καὶ χρονογράφοι, γράφουν ὅτι ἦταν ἡ πρώτη καὶ ἡ τελευταία φορά, ποὺ τὰ συγγενικά του πρόσωπα εἶδαν συγκινημένο τὸν ὑπέρμετρα φιλόδοξο, ἀγέρωχο καὶ στερούμενο ὁποιουδήποτε ἠθικοῦ φραγμοῦ Βάρδα.
Ὁ πατρίκιος Φιλάρετος ὁδήγησε τὴ μικρή του κόρη στὴν ἱερὰ μονὴ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ τοῦ Χρυσοβαλάντου, πραγματοποιώντας τὸ τάμα του, παρόλη τὴν πίκρα του. Στὴ μονή, στὸ ἐξωτερικὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, ἡ Εἰρήνη ντύθηκε τὸ ταπεινὸ ἀσκητικὸ ράσο τῆς δόκιμης μοναχῆς καὶ σκέπασε τὰ ὄμορφα μαλλιά της μὲ τὸ παραδοσιακὸ μαῦρο κάλυμμα. Μάλιστα, ἡ καλλονή της, ἀντὶ νὰ χαθεῖ κάτω ἀπὸ τὸ μαῦρο ἔνδυμα καὶ τὴν καλύπτρα τοῦ κεφαλιοῦ, ἀναδείχθηκε ἀκόμη περισσότερο. Ἡ Ἡγουμένη καὶ οἱ ἀδερφὲς τὸ παρατήρησαν καὶ συναισθάνθηκαν πὼς στὴ μονή τους εἶχε εἰσέλθει μία πραγματικὴ ἁγία. Μετὰ ἀπὸ τὶς καθιερωμένες εὐχὲς πρὸς τὴ Θεοτόκο, ὁ Φιλάρετος μὲ δάκρυα εὐχήθηκε στὸ παιδί του νὰ «εὐαρεστήσῃ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις» καὶ πῆρε μόνος του τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ στὴ Βασιλεύουσα.
Ἡ Εἰρήνη μαζὶ μὲ τὶς μοναχὲς καὶ τὴν Ἡγουμένη Ἄννα εἰσῆλθε στὴ μονὴ καὶ ὁδηγήθηκε στὸ κελί της, ποὺ βρισκόταν ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς καὶ τὸ ὁποῖο διατήρησε γιὰ ὅλη της τὴ ζωή. Ἀπὸ τὰ 15 της χρόνια, ποὺ εἰσῆλθε στὸ μοναχικὸ βίο, μέχρι τὰ 104 ποὺ παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸ Νυμφίο της, ἀπὸ τὸ μοναστήρι βγῆκε μόνο μιὰ φορά: προκειμένου νὰ προσευχηθεῖ στὸ ναὸ τῆς Βλαχερνιώτισσας γιὰ μία πνευματικὰ ἄρρωστη ἀδελφή.
Ὡς κοσμική, μὲ τὸ ἐξαιρετικό της ἦθος καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη της ἔκαμψε τὸ φρόνημα καὶ συγκίνησε ὑπερήφανους ἀριστοκράτες. Ὡς μοναχή, μὲ τὴ μοναδική της πίστη καὶ τὴ φλογερή της ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, προσέλκυσε τὴ Θεία Χάρη καὶ ἀξιώθηκε πλῆθος θαυμάτων, διάγοντας βίο ἐνδοξότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ ζοῦσε στὰ διεφθαρμένα ἀνάκτορα, ἐνδεδυμένη δόξα Θεοῦ, χωρὶς καθόλου νὰ θαφτεῖ στὴν ἀφάνεια, ὅπως νόμιζαν οἱ δικοί της.
Ἡ δόκιμος μοναχὴ Εἰρήνη μὲ πολὺ μεγάλη εὐτυχία καὶ ὑπέρμετρο ζῆλο προσαρμόστηκε στοὺς αὐστηροὺς κανονισμοὺς τῆς κοινοβιακῆς μονῆς. Ἔχοντας λησμονήσει ἐντελῶς τὸ μέχρι τότε τρόπο ζωῆς της, ἐπιτελοῦσε ὁλοπρόθυμα ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ταπεινὰ διακονήματα· εἶχε ἐνταχθεῖ στὶς ὁμάδες ἐργασίας πρῶτα τοῦ ἐργόχειρου καὶ ἀργότερα τῆς ἐξαιρετικὰ δύσκολης καλλιγραφίας. Ἐπιπλέον, ζήτησε καὶ πῆρε τὴν εὐλογία τῆς Ἡγουμένης νὰ φροντίζει δυὸ ὑπερήλικες μοναχές, οἱ ὁποῖες δὲν ἦταν πιὰ σὲ θέση νὰ αὐτοπεριποιοῦνται. Μιὰ μέρα, ἡ ἡγουμένη ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ ἑξῆς περιστατικοῦ, ποὺ δείχνει ὅτι μὲ τὸ πολὺ δύσκολο διακόνιμα τῆς φροντίδας ἡλικιωμένων, ἡ Εἰρήνη εἶχε ἑλκύσει τὴ Θεία Χάρη καὶ Εὐλογία: καθὼς ἡ λεπτοκαμωμένη Εἰρήνη στήριζε μὲ πολὺ κόπο μία ἀπὸ τὶς γριοῦλες, προκείμενου νὰ τὴν ὁδηγήσει στὸ Καθολικὸ γιὰ τὴν Ἀκολουθία, ἡ ἡγουμένη Ἄννα, ποὺ ἦταν πίσω τους, εἶδε ἕνα λαμπερὸ φωτοστέφανο στὸ κεφάλι τῆς Εἰρήνης.
Μέσα στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου, ἡ Εἰρήνη ἄσκησε καὶ ἀνέπτυξε σὲ ὑπέρμετρο βαθμὸ τὴν ἀρετὴ ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσε σὲ ὅλη της τὴ ζωή, τόσο ὡς κοσμικὴ ὅσο καὶ ὡς μοναχή: τὴν ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης. Ποτὲ ἡ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες πατρικία Εἰρήνη δὲν μίλησε στὶς ἄλλες μοναχὲς γιὰ τὴν πανίσχυρη οἰκογένειά της, τὶς νίκες τοῦ στρατηγοῦ πατέρα της, τοὺς τίτλους εὐγενείας ποὺ ἔφερε, τοὺς δεσμούς της μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια. Ὅλα αὐτὰ τὰ θεωροῦσε μάταια καὶ ἀσήμαντα μπροστὰ στὴν Οὐράνια Βασιλεία. Μὰ ποτὲ δὲν καυχήθηκε καὶ γιὰ τὰ πολλὰ φυσικά της χαρίσματα, τὴ μεγάλη της ὀμορφιά, τὴν εὐφυΐα της, τὴν ἰσχυρὴ θέληση, τὴ μόρφωσή της. Ἀποτελοῦσε βαθύτατα ριζωμένη πεποίθηση τῆς Εἰρήνης ὅτι τὰ ἐπίκτητα ἀγαθὰ ἦταν ἀνάξια, ἐνῶ τὰ φυσικὰ ἦταν δῶρα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀνάλογες δωρεὲς δίνει στὸ κάθε πλάσμα Του, γι᾿ αὐτὸ ἡ δόκιμη μοναχὴ πίστευε ἀκράδαντα ὅτι δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ ὑπερηφανεύεται.
Μὲ αὐτὲς τὶς ἀπόψεις της, ἡ Εἰρήνη ἐπιδείκνυε ἀπόλυτη ὑπακοὴ ὄχι μόνο στὴν Ἡγουμένη Ἄννα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἄλλες ἀδερφές, τόσο τὶς μεγαλύτερες ὅσο καὶ αὐτὲς ποὺ ἦταν νεώτερες ἀπὸ ἐκείνη στὴν ἡλικία. Ἡ Ἄννα, ἔχοντας ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ διακρίνει τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς Εἰρήνης, συχνὰ τὴν ἐπέπληττε μὲ αὐστηρὸ τρόπο μπροστὰ σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα, ὥστε ὅλες οἱ μοναχὲς νὰ διδάσκονται στὴν ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης. Ὅμως, ἡ νέα δεχόταν τὶς ἐπιπλήξεις ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη καὶ ἀπὸ ἄλλες μοναχὲς χωρὶς κανένα παράπονο καὶ μάλιστα προσπαθοῦσε νὰ τὶς ἀνταποδίδει μὲ προσωπικὲς ἐκδουλεύσεις. Ἔτσι, ἀσκοῦνταν στὴν ἄλλη μεγάλη ἀρετή, τῆς ἀγάπης.
Κάθε βράδυ, γονάτιζε μπροστὰ στὴν Ἡγουμένη της καὶ δακρυσμένη ὁμολογοῦσε ὅλες τὶς σκέψεις, τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς πράξεις τῆς ἡμέρας, ποὺ θεωροῦσε ἀτελεῖς. Μὲ τὸν καθημερινὸ αὐτοέλεγχο ἐλάφρυνε τὴ συνείδησή της καὶ πλησίαζε τὴν πνευματικὴ τελειότητα. Ἦρθε κάποια στιγμὴ ὅμως ποὺ δοκίμασε δυνατὸ πόλεμο ἀπὸ τὸν ἐχθρό του καλοῦ: Στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὴν πρώτη ποὺ ζοῦσε ἐντὸς τῆς μονῆς ὡς ὑποψήφια μοναχή, θέλοντας νὰ μιμηθεῖ τὶς ἀδελφὲς τῆς μοναχές, ἡ Εἰρήνη πῆρε εὐλογία ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη νὰ ἐπιδοθεῖ σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση: ἔτρωγε μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα ὠμὰ λάχανα καὶ κοιμόταν ἐλάχιστα καθισμένη σὲ ἕνα σκαμνί, χωρὶς νὰ πλαγιάζει στὸ ταπεινό της στρῶμα. Ἀμέσως, ἡ σάρκα τῆς ἄπειρης ἀκόμη σὲ τόσο αὐστηρὴ ἄσκηση δόκιμης ἐπαναστάτησε: στὸ μυαλὸ τῆς Εἰρήνης ἀδιάκοπα ἐρχόντουσαν ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ πρόσφατο παρελθόν: τὴν πολυτέλεια ποὺ ἄφησε πίσω της, τὴν καλοπέραση, τὶς μεγάλες τιμὲς ποὺ ἀπολάμβανε. Ὅμως, δὲν ἐπέτρεψε στὸν πειρασμὸ νὰ τὴν βγάλει ἀπὸ τὸ δρόμο της. Χωρὶς ἡ ντροπὴ νὰ σταθεῖ ἐμπόδιο, ἡ Εἰρήνη ἀμέσως μίλησε στὴν Ἡγουμένη. Ἔμπειρη ἡ ὁσιωτάτη Ἄννα ἐλάφρυνε τὴν ἄσκηση τῆς νέας, γνωρίζοντας ὅτι ἡ ὑπερβολικὴ ἄσκηση, καθὼς καὶ ἡ ὑπερβολικὴ τρυφή, ἐγείρει τὶς ἄλογες ἐπιθυμίες τῆς σάρκας. Ἔτσι, ἡ Εἰρήνη ξεπέρασε αὐτὴ τὴ δύσκολη δοκιμασία μὲ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς προεστώσας της καὶ τὸ πανίσχυρο ὅπλο ποὺ τὴν συνόδευε σὲ ὅλη της τὴ ζωή: τὴν προσευχή.
Στὸ τέλος τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἡ πνευματικὴ διοίκηση τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ της, ἔλαβε τὴ σημαντικὴ ἀπόφαση νὰ προβιβάσει τὴν Εἰρήνη στὴν τάξη τῶν μοναχῶν. Ἡ προεστώσα συνέστησε ὁλοπρόθυμα τὴ νεαρὴ δόκιμη, τὴν ὁποία κρυφὰ καμάρωνε καὶ στὴν ὁποία ἤδη διέκρινε τὴν ὑπεράξια διάδοχό της. Οἱ ὑπόλοιπες μοναχὲς μὲ πολὺ χαρὰ δέχτηκαν τὴν εἴδηση, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ Εἰρήνη κατέφυγε στὴν προσευχή, νιώθοντας βαρύτατη εὐθύνη γιὰ τὶς ἱερὲς ὑποσχέσεις ποὺ καλοῦνταν νὰ δώσει ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἀνησυχοῦσε πολὺ μήπως φανεῖ ἀνάξια τῶν ὑποσχέσεών της, καθὼς θεωροῦσε τὸν ἑαυτό της ἀπροετοίμαστο νὰ ἐπωμιστεῖ ἀπὸ τόσο νωρὶς αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὴ χάρη, ποὺ ὅμως συνεπαγόταν καὶ μεγάλο φορτίο. Πειθάρχησε ὅμως ὅπως πάντα στὶς ἐπιθυμίες τῶν ἀνωτέρων της, ἐλπίζοντας στὴ χάρη τῆς προσευχῆς καὶ στὴν καθοδήγηση τῶν πνευματικῶν της. Ὑπῆρχε ἀκόμη ἕνας λόγος ποὺ ὤθησε τὴν Εἰρήνη νὰ μὴ προβάλλει ἀντιρρήσεις, ὅσο ἀνέτοιμη κι ἂν αἰσθανόταν: ὁ πατέρας της τῆς εἶχε μηνύσει ὅτι πολὺ γρήγορα θὰ φύγει γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν Πόλη, ὅμως θὰ ἤθελε νὰ παρευρεθεῖ στὴν τελετὴ κουρᾶς τῆς κόρης του. Ἡ Εἰρήνη θεωροῦσε καθῆκον της νὰ σεβαστεῖ τὴν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα της, ἂν αὐτὴ γλύκαινε τὴ στενοχώρια του γιὰ τὸ ἀποχωρισμὸ τῆς ἀγαπημένης θυγατέρας του. Ἔτσι, ἡ τελετὴ ὁρίστηκε γιὰ τὴν Τρίτη του Πάσχα.
Τὴν παραμονὴ ἡ ἀδελφότητα τέλεσε ἱερὴ ἀγρυπνία στὸ Καθολικὸ τῶν Ἀρχαγγέλων ἔχοντας ἀνάμεσά τους τὴ νύμφη τοῦ Χριστοῦ. Ὅλες οἱ μοναχὲς προσευχόντουσαν θερμά, ὥστε ἡ νέα μοναχὴ νὰ λάβει τὴ χάρη νὰ εὐαρεστήσει τὸ Νυμφίο της. Ἡ ἴδια ἡ Εἰρήνη σωματικὰ μόνο βρισκόταν στὴ γῆ· πνευματικὰ εἶχε φτάσει τὸ θρόνο τοῦ Κυρίου καὶ ἐκεῖ μπροστὰ προσευχόταν μὲ θεία ἔξαρση. Ἔβλεπε τὸν Κύριο μπροστά της καὶ Τοῦ πρόσφερε τὴν καρδιά της πλημμυρισμένη ἀπὸ θεῖο Ἔρωτα. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ νύχτα καὶ ὡς τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς της, ἡ Εἰρήνη αἰσθανόταν βαθύτατα τὴν ἕνωση μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μποροῦσε νὰ ψιθυρίζει τὰ λόγια του ἀποστόλου Παύλου, ποὺ τώρα κατανοοῦσε πλήρως τὸ νόημά τους: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Ἡ τελετὴ τῆς κουρᾶς διεξήχθη στὸ ἐξωτερικὸ παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, ὅπως συνέβαινε πάντα, ὅταν παρευρίσκονταν ἄρρενες συγγενεῖς τῶν ἀδελφῶν, καθὼς στὴ μονὴ δὲν ἐπιτρεπόταν εἴσοδος τῶν ἀνδρῶν. Ἐκεῖ παρευρέθηκαν ὁ πατρίκιος Φιλάρετος, ὁ στρατηγὸς Νικηφόρος, ἡ Καλλινίκη καὶ ὁ Καίσαρας Βάρδας, ἡ Αὐγούστα Θεοδώρα καὶ ἡ πριγκίπισσα Θέκλα. Ἀφοῦ ὅλοι πῆραν τὶς θέσεις τους, δυὸ ἀδελφὲς ὁδήγησαν στὸ ναὸ τὴ νύμφη: ἡ Εἰρήνη ἦταν ντυμένη μὲ ἕναν κατάλευκο χιτώνα καὶ εἶχε ξέπλεκα τὰ κατάξανθα μακριὰ μαλλιά της. Ἡ περιλάλητη ὀμορφιά της, ἀντὶ νὰ τὴν ἐγκαταλείψει ἔπειτα ἀπὸ τόση ἄσκηση, νηστεία καὶ κοπιαστικὲς ἐργασίες, εἶχε ἀποκτήσει κάτι τὸ αἰθέριο καὶ ὑπερκόσμιο καὶ αὐτὸ δὲν ἔλαθε τῆς προσοχῆς κανενὸς ἀπὸ τοὺς καλεσμένους.
Μὲ πολὺ μεγάλη συγκίνηση καὶ βεβαιότητα ἀπαντοῦσε στὶς ἐρωτήσεις τοῦ πνευματικοῦ της καὶ ἔδωσε ἱερὴ ὑπόσχεση νὰ τηρήσει μέχρι θανάτου τὶς τρεῖς ἀρετές: ἁγνότητα, ἀκτημοσύνη, ὑπακοή. Στὴ συνέχεια, μὲ σταθερὸ χέρι πῆρε τὸ ψαλίδι πάνω ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ πρόσφερε στὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος τῆς ἔκοψε τὰ ὑπέροχα μαλλιά της καὶ ντύθηκε τὸ τραχὺ τρίχινο ράσο, τὸ σύνηθες ἔνδυμα τῶν μοναχῶν ἐκείνων τῶν χρόνων. Τὸ ράσο αὐτὸ δὲν τὸ ἔβγαζε ποτὲ ἀπὸ πάνω της, οὔτε γιὰ νὰ τὸ πλύνει. Μόνο στὴ γιορτὴ τοῦ Πάσχα φοροῦσε ἕνα καινούριο καὶ τὸ παλιὸ τὸ ἔδινε σὲ κάποιον φτωχὸ περαστικό. Ὅμως, τὸ παλιὸ αὐτὸ ράσο ἔλαμπε ἀπὸ καθαριότητα καὶ ἀνάβλυζε μία γλυκιὰ εὐωδιά. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀδελφὲς ποὺ τὸ εἶχαν συνειδητοποιήσει, κρυφὰ κράταγαν τὸ ράσο τῆς ἀδελφῆς καὶ ἀργότερα ἡγουμένης τους, τὸ ἔσκιζαν καὶ μοιραζόντουσαν τὰ κομμάτια του. Μετὰ τὸ θάνατο τῆς ἁγίας Εἰρήνης, ἔβαζαν τὰ κομμάτια τοῦ ράσου της πάνω σὲ ἀρρώστους καὶ θαυματουργικὰ ἐκεῖνοι θεραπευόντουσαν.
Ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκε ἡ τελετὴ τῆς κουρᾶς καὶ ἡ Εἰρήνη ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, ἄρχισε ἡ θεία λειτουργία καὶ στὸ τέλος κοινώνησαν οἱ ἀδελφὲς καὶ ὅλοι οἱ καλεσμένοι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς κατανυκτικὲς στιγμές, ὁ στρατηγὸς Φιλάρετος, ὁ ὁποῖος ἀκόμη δὲν εἶχε συμφιλιωθεῖ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ κόρη του εἶχε εἰσέλθει στὶς τάξεις τῶν μοναχῶν καὶ ἡ μεγάλη του στενοχώρια τὸν εἶχε φανερὰ καταβάλει, κάτι ποὺ δὲ διέφυγε ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῆς Εἰρήνης, ἡ ὁποία πάντα νοιαζόταν τὴν οἰκογένειά της καὶ προσευχόταν καθημερινὰ γιὰ τὰ ἀγαπημένα τῆς πρόσωπα, ἀποχαιρέτησε ὁριστικὰ τὶς κόρες του, ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του στὸν αὐτοκράτορα καὶ ἐγκαταστάθηκε γιὰ πάντα στὴν Καισαρεία. Ἐκεῖ, ἔζησε σὰν ἐρημίτης ἀσχολούμενος μὲ τὴν κηπουρικὴ καὶ μὲ τὶς θρησκευτικὲς μελέτες. Πέθανε ὁλομόναχος ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια καὶ θεωρώντας τὶς κόρες του ἐξασφαλισμένες, κάθε μιὰ βέβαια μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἄφησε τὴν τεράστια περιουσία του σὲ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα τῆς γενέτειράς του.
Ὡς μοναχὴ ἡ Εἰρήνη, ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στὸ Θεὸ καὶ συνέχιζε τὶς μεγάλες καὶ ἀδιαμφισβήτητες πνευματικὲς προόδους. Βέβαια, κανεὶς δὲ θὰ πρέπει νὰ πιστέψει ὅτι αὐτὴ ἡ πορεία πρὸς τὴ θέωση καὶ τὴν τελείωση ἦταν γιὰ τὴν Εἰρήνη μία ἀνώδυνη καὶ ξεκούραστη πορεία. Ὁ πόνος χάραζε στὴν ψυχήὴ της τὸ ἔργο τῆς ἁγιότητας. Οἱ θλίψεις ποὺ τὴν καταλάμβαναν προέρχονταν τόσο ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο μοναχικὸ ἀγώνα της ὅσο καὶ ἀπὸ ζητήματα κοσμικά.
Ἔπρεπε νὰ παλεύει μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ τὴν ἔβαζαν σὲ πειρασμούς, συχνὰ σκέπαζε τὴν καρδιά της ψυχικὴ ξηρασία, μὲ τὴν ὁποία ὁ Κύριος φρόντιζε νὰ καλύπτει τὴν ὁλόθερμη ἀγάπη τῆς δούλης Του πρὸς τὸ πρόσωπό Του, γιὰ νὰ μὴν περιπέσει ἡ ἄπειρη μοναχὴ στὸ ἁμάρτημα τῆς ὑπερηφάνειας.
Ἐπιπλέον, ὁ θάνατος τοῦ πατέρα της καταλύπησε τὴν εὐαίσθητη Εἰρήνη, καθὼς ὁ στρατηγὸς Φιλάρετος πέθανε ὁλομόναχος, μακριὰ ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαπημένα του πρόσωπα (θυμίζουμε ὅτι ἡ θεία τῆς Εἰρήνης, πατρικία Σοφία, εἶχε ἀποσυρθεῖ στὸν παρθενώνα τῆς Ὑπαπαντῆς). Ἀκόμη, τὴν ἔθλιβαν τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετώπιζε ἡ ἀδερφή της ἡ Καλλινίκη στὴν οἰκογενειακή της ζωή. Πολλὲς φορές, κουρασμένη ἡ πατρικία ἀπὸ τὴ ζωὴ στὰ ἀνάκτορα ἐρχόταν στὸ μοναστήρι, ὅπου μόναζε ἡ ἀδερφή της, νὰ βρεῖ ψυχικὴ ἀνάπαυση καὶ παρηγοριά· καὶ βέβαια, δὲ διέφευγε τῆς προσοχῆς τῆς Εἰρήνης ὅτι ἡ Καλλινίκη, πάντα πανέμορφη καὶ ὑπέρκομψη, εἶχε μόνιμη θλίψη στὰ μάτια της καὶ εἶχε χάσει γιὰ πάντα τὴν ἀνεμελιὰ τῆς εὐτυχισμένης κοπέλας.
Σὲ ὅλα αὐτά, ἦλθε νὰ προστεθεῖ ἡ πολύχρονη καὶ βασανιστικὴ ἀρρώστια τῆς πριγκίπισσας Θέκλας (προσβλήθηκε ἀπὸ γενικὴ παράλυση). Ἡ Εἰρήνη φλεγόταν ἀπὸ ἐπιθυμία νὰ βρίσκεται στὸ πλευρὸ τῆς ἀγαπημένης τῆς φίλης, νὰ τῆς προσφέρει παρηγοριὰ καὶ νὰ προσεύχονται μαζί. Ὅμως, σεβόμενη τοὺς κανόνες τοῦ μοναστηριοῦ, δὲ ζήτησε ἄδεια νὰ φύγει γιὰ λίγο καιρό, ἂν καὶ ἦταν βέβαιη ὅτι ἡ Ἡγουμένη θὰ προέβαινε σὲ κάποια ἐξαίρεση γιὰ χάρη τῆς πριγκίπισσας.. Γιὰ τὴν Εἰρήνη, ἡ σιωπὴ ποὺ τήρησε στὸ θέμα αὐτὸ ἦταν μία μεγάλη θυσία, τὴν ὁποία μόνο ὁ Θεὸς ἤξερε· σὲ πολλοὺς ἄφησε τὴν ἀλγεινὴ ἐντύπωση ὅτι ἀδιαφόρησε γιὰ τὴν ἀγαπημένη της φίλη.
Τὸν καιρὸ ποὺ συνέβαιναν ὅλα αὐτὰ τὰ περιστατικά, ἡ ὁσιοτάτη Ἄννα, σὲ πολὺ βαθιὰ γεράματα καὶ ἔχοντας ἀγωνιστεῖ «τὸν ἀγώνα τὸν καλόν», κατέπεσε στὸ κρεβάτι. Στὶς τελευταῖες αὐτὲς στιγμές της, ἀνέλαβε νὰ τῆς συμπαρασταθεῖ ἡ Εἰρήνη, ἡ ὁποία ἐπιτελοῦσε τὸ διακόνημα αὐτὸ μὲ ἐξαιρετικὴ εὐαισθησία. Μιὰ μέρα, πολὺ κοντὰ πιὰ στὸ τέλος, ἡ Ἡγουμένη διέταξε τὴν Εἰρήνη νὰ ἀναπαυθεῖ, διότι ξαγρυπνοῦσε διαρκῶς στὸ πλευρό της. Τότε συγκέντρωσε τὴν ὑπόλοιπη ἀδελφότητα καὶ ἀφοῦ τὴν παρηγόρησε γιὰ τὴν ἐπικείμενη κοίμηση τῆς πνευματικῆς της μητέρας, ὑπέδειξε στὶς μοναχὲς ὡς νέα Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου τὴν Εἰρήνη (τότε ἡ Εἰρήνη συμπλήρωνε ἕξι χρόνια μοναχικοῦ βίου καὶ πρέπει νὰ ἦταν περίπου 21 χρονῶν). Ὅλες βρέθηκαν σύμφωνες καὶ μὲ μεγάλη χαρὰ ὑπάκουσαν στὴν τελευταία εὐχὴ τῆς ἀγαπημένης τοὺς Ἡγουμένης. Ὅμως, δὲν ἀποκάλυψαν στὴν Εἰρήνη τὴ νέα της ἀποστολή, καθὼς γνώριζαν τὴ γνήσια καὶ ἀνυπόκριτη ταπεινοφροσύνη της καὶ φοβήθηκαν ὅτι μπορεῖ νὰ ἔφευγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
Ἡ ὁσιακὴ κοίμηση τῆς Ἡγουμένης Ἄννας συγκέντρωσε στὴ μονὴ σύσσωμη τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἦταν πολὺ ἀγαπητή. Μετὰ τὴν κήδευσή της καὶ ἀφοῦ ἀποδόθηκαν ὅλες οἱ πρέπουσες τιμές, ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος χοροστάτησε στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία καὶ ἐκφώνησε ἐγκωμιαστικὸ λόγο πρὸς τὴ μακαριστὴ Ἄννα, συγκέντρωσε στὸ Καθολικό της μονῆς τὴν ἀδελφότητα, προκειμένου νὰ ἐπιλέξουν τὴ νέα τους πνευματικὴ μητέρα. Ἡ μόνη ποὺ δὲν παρευρέθηκε στὴ σύναξη ἦταν ἡ Εἰρήνη. Ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀγνοεῖ τὴν τελευταία ἐντολὴ τῆς Ἡγουμένης της καὶ ἕτοιμη νὰ ὑπακούσει στὴ θέληση τῆς ὑπόλοιπης ἀδελφότητας θεώρησε περιττὸ νὰ πάρει μέρος στὴν ἐκλογή. Ἔτσι, παρέμεινε προσευχόμενη στὸν τάφο τῆς ὁσιοτάτης Ἄννας. Ὅταν οἱ ὑπόλοιπες ἀδελφὲς τὴν ἐντόπισαν χρειάστηκε νὰ μεταχειριστοῦν βία γιὰ νὰ τὴν μετακινήσουν καὶ νὰ τὴν φέρουν στὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων.
Τότε, ὁ ὅσιος Μεθόδιος, ἀφοῦ προσευχήθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχιερατικὸ θρόνο γιὰ τὶς μοναχές, τὶς ρώτησε ποιὰ προτείνουν γιὰ προεστώσα. Οἱ μοναχές, γνωρίζοντας τὸ προορατικὸ χάρισμα τοῦ Πατριάρχη, ζήτησαν νὰ ὑποδείξει ἐκεῖνος ποιὰ εἶναι ἡ κατάλληλη νὰ ἐπωμιστεῖ τὴ βαριὰ εὐθύνη τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης τοῦ κοινοβίου. Ὁ ἅγιος Μεθόδιος τότε ἀπάντησε πὼς γνωρίζει τόσο τὴν ἐπιθυμία τῆς μακαριστῆς Ἡγουμένης ὅσο καὶ τῶν ὑπολοίπων μοναζουσῶν καὶ ὑπέδειξε τὴν Εἰρήνη. Ἡ ἀδελφότητα δόξασε τὸν Κύριο, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια του Πατριάρχη, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος χειροτόνησε τὴν Εἰρήνη Διακόνισσα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀνακήρυξε Ἡγουμένη τῆς Μονῆς Χρυσοβαλάντου.
Ἡ Εἰρήνη, ἀντιλαμβανόμενη πάντα τὴ σοβαρότητα τῶν περιστάσεων καὶ τὶς εὐθύνες ποὺ αὐτὲς προκαλοῦσαν, ἔκλαιγε μὲ πικρὰ δάκρυα, θεωρώντας τὸν ἑαυτό της ἀνάξιο γιὰ μία τόσο μεγάλη θέση. Μοναδικό της ὅπλο ἦταν ἡ προσευχὴ καὶ ὅταν ἔμεινε μόνη στὸ Καθολικὸ ἀναδύθηκε σὲ ὁλόθερμη καὶ κατανυκτικὴ προσευχὴ ζητώντας δύναμη καὶ βοήθεια ἀπὸ τὸ Δεσπότη Χριστό. Συναισθανόταν τὸ φορτίο νὰ καθοδηγήσει στὴ σωτηρία τόσες ψυχὲς γιὰ τὶς ὁποῖες σταυρώθηκε ὁ Κύριος της καὶ πίστευε ὅτι μεγάλη τιμωρία τὴν περίμενε, ἂν ἄφηνε νὰ χαθεῖ ἔστω καὶ μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ψυχές. Ἀποφάσισε ὅτι ἔπρεπε νὰ πολλαπλασιάσει τὶς νηστεῖες καὶ τὶς προσευχές, μήπως ὁ Κύριος τὴν ἐλεήσει καὶ τὴ βοηθήσει στὸ δύσκολο ἔργο της. Οἱ μοναχές, γνωρίζοντας τὰ χαρίσματά της καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη της, προσπαθοῦσαν νὰ τὴν παρηγορήσουν καὶ τῆς ὑποσχέθηκαν ὅτι πάντοτε θὰ τὴν ὑπακούουν, ὥστε νὰ ἐλαφρύνουν τὸ βάρος. Ἡ ἁγιοσύνη τῆς Εἰρήνης καὶ ἡ πραγματικὴ ὑποταγὴ τῆς ἀδελφότητας στὴν ὑπεράξια πνευματική τους μητέρα ἕλκυσαν τὴ Θεία Χάρη καὶ πλῆθος θαυμάτων ἔλαβαν χώρα στὸ εὐλογημένο κοινόβιο, καθὼς θὰ δοῦμε παρακάτω.
Ἔτσι, ἕξι χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν ἄφιξή της στὴν Πόλη, πραγματώθηκε ἡ προφητεία τοῦ ὁσίου Ἰωαννίκιου καὶ ἡ Εἰρήνη ποίμαινε τὶς παρθένες της μονῆς Χρυσοβαλάντου. Μάλιστα, ἐπειδὴ ἡ νέα Ἡγουμένη ἦταν πολὺ νέα σὲ ἡλικία, μὲ διάθεση γιὰ δημιουργικότητα καὶ ἐργασία καὶ προπάντων ἀνώτερη σὲ ἁγιότητα ἀπὸ τὴν προηγούμενη, κατόρθωσε καὶ ἀναβάθμισε τὴν πνευματικὴ στάθμη τῆς μονῆς δίνοντας καινούρια πνοὴ στοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τῆς ἀδελφότητας, στοὺς ὁποίους εὐνόητο εἶναι ὅτι πρωτοστατοῦσε. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία τῆς ἱερᾶς μονῆς, οἱ μοναχὲς ἦταν τριάντα. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς Εἰρήνης, ἡ φήμη της γιὰ τὰ θαύματά της καὶ τὶς ἀρετὲς τῆς προσέλκυσε στὸ ἀγγελικὸ σχῆμα πολλὲς νέες καὶ ἔτσι ἡ ἀδελφότητα ἀριθμοῦσε πάνω ἀπὸ 100 μέλη.
Δίδασκε καθημερινὰ τὶς μοναχὲς πάνω σὲ θεολογικὰ θέματα καὶ ἡ διδασκαλία της εἶχε βάθος καὶ νόημα χάρη στὶς πλούσιες Γραφικές της γνώσεις. Εὐγενὴς καὶ λεπτὴ στοὺς τρόπους της, ἤρεμη καὶ ἐπιεικὴς μὲ ἰσχυρὴ θέληση καὶ προσωπικότητα, προικισμένη μὲ φωτισμένη διάκριση ποὺ τῆς ἐπέτρεπε νὰ τιμωρεῖ δίκαια καὶ νὰ συγχωρεῖ μεγαλόψυχα, ἀγαποῦσε ἀνεξαιρέτως ὅλες τὶς ἀδελφὲς τῆς ἱερῆς κοινότητας, χωρὶς νὰ ἀφήνει τὸν ἑαυτό της νὰ παρασυρθεῖ ἀπὸ τὰ προσωπικὰ μειονεκτήματα καὶ τὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἀναπόφευκτα προκαλοῦνται σὲ ἕνα κοινόβιο. Ὅλα αὐτὰ τὰ πλεονεκτήματα τῆς Εἰρήνης δημιούργησαν στὸ μοναστήρι ἀτμόσφαιρα ἀγάπης καὶ καλοσύνης, ἡ ὁποία ὠφελοῦσε τὶς ἀδελφὲς καὶ τοὺς κοσμικούς, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτονταν τὴ μονὴ καὶ τὴν ἀνέδειξαν σὲ ἰδανικὴ πνευματικὴ Μητέρα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει νὰ παρουσιάσει πολλὲς πνευματικὲς Μητέρες, ὅμως ἡ ὁσία Εἰρήνη, ἡγουμένη τῆς Μονῆς Χρυσοβαλάντου, προβάλλεται ὡς τὸ κορυφαῖο πρότυπο γιὰ ὅσες (καὶ ὅσους) ἀναλαμβάνουν νὰ ὁδηγήσουν ψυχὲς στὸ δρόμο τοῦ Κυρίου.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καθημερινὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁσία ἔδινε πολλὴ μεγάλη σημασία στὴν ἐξομολόγηση, καθὼς ξεκουράζει τὶς συνειδήσεις καὶ τὶς ἐξαγνίσει ἀπὸ τὰ πάθη. Κάθε πρωὶ προσκαλοῦσε τὶς ἀδελφὲς στὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων, τὶς ἐξομολογοῦσε καὶ μὲ τὶς συμβουλὲς τῆς τὶς ὁδηγοῦσε πίσω στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. Πολλὲς φορὲς πήγαιναν καὶ λαϊκοὶ νὰ τὴν ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ ἀναπαύσουν τὶς ψυχές τους μὲ τὴ σοφὴ καθοδήγησή της. Ἡ Εἰρήνη εἶδε τόση καρποφορία τῶν ψυχῶν χάριν στὴν ἐξομολόγηση, ποὺ τόλμησε νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ διορατικὸ χάρισμα, γιὰ νὰ γνωρίζει τί κρύβει ὁ ἐξομολογούμενος στὴν καρδιά του καὶ ἔτσι εὐκολότερα νὰ τὸν καθοδηγεῖ στὴν αὐτογνωσία.
Ὁ Κύριος γνωρίζοντας τὴν ἀγαθὴ προαίρεση τῆς καρδιᾶς της καὶ πὼς ὅ,τι ζητοῦσε ἡ πιστή Του δούλη ἦταν γιὰ ὄφελος τῶν ἄλλων τὴν ἀξίωσε ὄχι μόνο διορατικοῦ χαρίσματος ἀλλὰ καὶ προορατικοῦ, νὰ προλέγει δηλαδὴ τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν. Ἕνα πρωὶ λοιπόν, ὅταν ἡ Εἰρήνη ἔμπαινε στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ ἀρχίσει τὸ σωτήριο ἔργο της, βλέπει μπροστά της ἕναν ἄγγελο καὶ τὸν ἀκούει νὰ τῆς ἀπευθύνει τὸν ἑξῆς χαιρετισμό: «Χαῖρε δούλη τοῦ Ὑψίστου, Εἰρήνη. Ἐκεῖνος μ᾿ ἔστειλε νὰ σὲ διακονῶ χάρις ἐκείνων ποὺ μέλλουν διὰ μέσου ἐσοῦ νὰ σωθοῦν. Ἔχω διαταγή, σύμφωνα μὲ τὴν αἴτησή σου, νὰ βρίσκομαι πάντα πλησίον σου καὶ νὰ σοῦ ἀποκαλύπτω τὰ μυστικὰ ποὺ κρύβουν οἱ ἀνθρώπινες καρδιές». Ἡ Εἰρήνη δὲν ταράχθηκε οὔτε φοβήθηκε ἀπὸ τὴ θεία ὀπτασία. Γονάτισε καὶ μὲ εὐλάβεια ἀσπάστηκε τὸ σημεῖο, ὅπου πάτησε ὁ ἄγγελος καὶ μὲ πολὺ μεγάλη συγκίνηση εὐχαρίστησε τὸν Κύριό της γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ αὐτὴ χάρη. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ ἄγγελος ἦταν πάντα πλάι της καὶ τῆς φανέρωνε μύχιες σκέψεις τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατέφευγαν στὴ συμβουλή της. Μάλιστα, μὲ τόση λεπτότητα διόρθωνε τὰ σφάλματα καὶ συμβούλευε, ποὺ ὅλοι, μοναχὲς καὶ λαϊκοί, ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις τῆς Πόλης, τὴν ἀποζητοῦσαν διακαῶς, ὥστε νὰ διδαχθοῦν καὶ νὰ διορθωθοῦν.
Ὅλα τὰ ἐξαιρετικὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ οὐράνιος Πατέρας στόλισε ἐκ γεννησιμιοῦ τὴ δούλη Του, ὅσα τῆς χάρισε στὴ συνέχεια χάρη στὴ συνεχῆ ἄσκηση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου της, προπάντων ἡ ἐπιστροφὴ στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ τόσων ψυχῶν κίνησαν κατὰ τῆς Εἰρήνης τὸ μίσος καὶ τὸν πόλεμο τοῦ μισόκαλλου διαβόλου. Σκοπός του ἦταν νὰ τὴν ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν προσευχή, γι᾿ αὐτὸ τὰ βράδια, ὅταν ἡ Εἰρήνη γονυπετὴς στὸ κελί της προσευχόταν μὲ κατάνυξη, δημιουργοῦσε τρομερὸ θόρυβο, σὰν νὰ γκρεμιζόταν συθέμελα τὸ οἰκοδόμημα. Ἄλλοτε πάλι ἐμφανιζόταν μπροστά της σὲ ἀνατριχιαστικὰ ὁράματα καὶ τῆς ἔλεγε: «Εἰρήνη ξύλινη, ποὺ σὲ βαστοῦν ξύλινα ποδάρια, ὡς πότε θὰ μὲ βασανίζεις μὲ τὶς προσευχές σου»; Ὅμως, ἡ Εἰρήνη δὲν ἦταν πιὰ ἄπειρη στὶς ἐπιθέσεις τοῦ Πονηροῦ, ὅπως τὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ εἰσῆλθε στὶς τάξεις τῶν μοναζουσῶν καὶ τὴν βασάνιζε μὲ τὶς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν πολυτέλεια καὶ τὶς κοινωνικὲς τιμὲς τοῦ παρελθόντος. Τώρα τὸν περιφρονοῦσε ὡς ἀνάξιο ὁποιασδήποτε προσοχῆς καὶ ὅσο ἰσχυρότερες ἦταν οἱ ἐπιθέσεις τοῦ Διαβόλου, τόσο πιὸ πολὺ δινόταν σὲ ὁλόθερμη προσευχή.
Μιὰ νύχτα, ἡ ὁσία Μητέρα προσευχόταν στὸ κελί της γονατισμένη καὶ μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια. Ὁ Διάβολος, ἀνήμπορος νὰ τὴν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴ θεία ἔξαρση στὴν ὁποία ὁλοκληρωτικὰ εἶχε παραδοθεῖ, πῆρε φωτιὰ ἀπὸ τὴν καντήλα κι ἔκαψε τὴν καλύπτρα της. Σὲ λίγο, ἡ Εἰρήνη ἦταν μέσα στὴ φωτιά, ἡ ὁποία εἶχε κατακάψει τὰ ράσα της κι ἄρχιζε νὰ καίει καὶ τὶς σάρκες της. Ἡ ἴδια ὅμως παράμενε ξένη σὲ ὁτιδήποτε συνέβαινε γύρω της κι ἐξακολουθοῦσε τὴν προσευχή. Εἶναι σίγουρο πέραν πάσης ἀμφιβολίας ὅτι ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἡ ὁσία θὰ καιγόταν ζωντανή, ἂν κάποια καλόγρια ποὺ ἀγρυπνοῦσε στὸ δικό της κελὶ δὲ μύριζε τὴν ὀσμὴ καμένου ὑφάσματος καὶ σάρκας. Ἔτρεξε τότε στὸ κελὶ τῆς Ἡγουμένης της καὶ ἔντρομη εἶδε τὴν Εἰρήνη νὰ προσεύχεται μέσα στὶς φλόγες. Μὲ ἀπεγνωσμένες προσπάθειες κατάφερε νὰ τὴν σβήσει καὶ κούνησε λίγο τὴν ὁσία γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ἦταν ζωντανή. Τότε μόνο ἡ Εἰρήνη ἐπανῆλθε στὸν ἐπίγειο κόσμο καὶ κοιτώντας ἀπορημένη τὴν ἀδελφή της εἶπε σιγὰ-σιγὰ μὲ παράπονο: «Ὤ, νὰ ἤξερες, τέκνο μου πόσο μεγάλο κακὸ μοῦ προξένησες καὶ ἀπὸ πόσα ἀγαθὰ μὲ στέρησες! Δὲν πρέπει νὰ φρονοῦμε τὰ τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ τὰ τοῦ Θεοῦ. Ὡς αὐτὴ τὴ στιγμὴ παραστεκόταν ἐδῶ κοντά μου θεῖος Ἄγγελος πλέκοντάς μου στεφάνι ἀπὸ ὑπερκόσμια ἄνθη. Καθὼς ἅπλωσε τὸ χέρι του νὰ τὸ βάλει στὴν κεφαλή μου, ἦλθες ἐσὺ νὰ μὲ περιποιηθεῖς καὶ βλέποντας σὲ ἐκεῖνος ἔφυγε. Ὤ, πόση λύπη καὶ ζημία μοῦ ἔδωσες»!
Ἡ ἀδελφή, κλαίγοντας, ἀκούγοντας τὴν ἐκπληκτικὴ ἐκείνη μαρτυρία, περιποιήθηκε τὴν καταπληγωμένη πνευματική της Μητέρα, φροντίζοντας τὶς καμένες σάρκες της καὶ δίνοντάς της νὰ φορέσει ἕνα δικό της ράσο (καθὼς ἔχει προαναφερθεῖ, ἡ ὁσία Εἰρήνη ποτὲ δὲν ἀπόκτησε δεύτερο ράσο, οὔτε καὶ ὅταν χειροτονήθηκε Ἡγουμένη). Ἀπὸ τὸ τραυματισμένο σῶμα τῆς Εἰρήνης ἀναδινόταν μία μοναδικὴ εὐωδιά, τὴν ὁποία γιὰ μέρες αἰσθάνονταν οἱ ἀδελφὲς καὶ θαύμαζαν. Ἔτσι, ὁ διάβολος γιὰ ἄλλα μὰ φορᾶ νικήθηκε ἀπὸ τὴν Εἰρήνη. Ὅμως, δὲν ἄφησε ἥσυχο τὸ εὐλογημένο κοινόβιο καὶ προκαλοῦσε θλίψεις καὶ ἀνησυχίες στὴν ἁγία Ἡγουμένη του.
Περίπου ἕνα χρόνο πρὶν ἀπὸ τὸ περιστατικὸ αὐτό, εἶχε εἰσέλθει στὴν ἱερὰ μονὴ ἡ κόρη μιᾶς ἀριστοκρατικῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὴν Καισαρεία. Ἡ Εἰρήνη μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ δέχτηκε τὴν κοπέλα στὸ ποίμνιό της, καθὼς ἦταν ἡ πρώτη συμπατριώτισσά της ποὺ εἰσερχόταν στὸ κοινόβιο, μετὰ τὶς δυὸ θεραπαινίδες της Φιλικητάτη καὶ Ἀρετή. Ἡ Θεοφανώ, ὅπως λεγόταν ἡ νεαρὴ ἀριστοκράτισσα, ἦταν ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς καὶ οἱ συγγενεῖς της τὴν ἀρραβώνιασαν παρὰ τὴ θέλησή της μὲ κάποιο πλούσιο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν σκληρὸς καὶ φερόταν στὴν ἀρραβωνιαστικιά του βάναυσα. Ἡ Θεοφανὼ ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα της, γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ βία τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ της καὶ τῶν συγγενῶν της καὶ ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου βρῆκε καταφύγιο στὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου. Ἡ φήμη τῆς Ἡγουμένης Εἰρήνης εἶχε φτάσει ὡς τὴν Καισαρεία καὶ οἱ συμπατριῶτες της ἦταν πολὺ περήφανοι γι᾿ αὐτήν, ἴσως περισσότερο κι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὴν ἀποχαιρετοῦσαν ὡς μέλλουσα αὐτοκράτειρά τους.
Ὅμως, ὁ ἀρραβωνιαστικὸς τῆς Θεοφανῶς ὀργίστηκε ἀπὸ τὴ φυγὴ τῆς μνηστῆς του καὶ νιώθοντας πληγωμένο τὸν ἀνδρικό του ἐγωισμὸ ἄρχισε νὰ τὴν ψάχνει μὲ μανία. Πέρασαν μῆνες καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἐντοπίσει κάποιο ἴχνος της οὔτε κάποιον ποὺ θὰ γνώριζε νὰ τὸν πληροφορήσει γιὰ τὸ ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ καταφύγει ἡ κοπέλα. Παρολαυτά, τὸ πάθος του καὶ ἡ ὀργή του δὲν κατευνάζονταν καὶ κατέφυγε σὲ ἕνα διάσημο μάγο τῆς Καισαρείας, προκειμένου νὰ τοῦ φέρει πίσω τὴ Θεοφανώ.
Ὁ μάγος κατέφυγε στὶς μαγγανεῖες του καὶ στὴ βοήθεια τοῦ διαβόλου καὶ ἕνα πρωὶ ἡ Θεοφανὼ ξύπνησε βγάζοντας ἄναρθρες κραυγές, ξεσκίζοντας τὰ ράσα της καὶ οὐρλιάζοντας τὸ ὄνομα τοῦ μνηστήρα της. Οἱ ἀδελφὲς ἀναστατώθηκαν καὶ ἡ Εἰρήνη, ποὺ χάρη στὸ διορατικό της χάρισμα γνώριζε γιατί ἡ κοπέλα εἶχε περιέλθει σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, κλαίγοντας πικρὰ κατηγοροῦσε τὸν ἑαυτό της ὅτι ἀπὸ δική της ἀμέλεια καὶ ὀλιγωρία ὁ διάβολος κατέβαλε τὴ Θεοφανώ. Ἔχοντας ὅμως σταθερὴ καὶ μεγάλη πίστη στὸ Θεό, ὁπλίστηκε γιὰ τὴν καινούρια μάχη μὲ τὸ Σατανᾶ, τὴν ὁποία καταλάβαινε ὅτι θὰ εἶναι σκληρότερη ἀπὸ τὶς προηγούμενες.
Συγκέντρωσε τὶς ἀδελφὲς στὸ Καθολικὸ καὶ ἀφοῦ τὶς συμβούλεψε νὰ φυλάγονται ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ Διαβόλου, τὶς διέταξε νὰ νηστεύσουν γιὰ μία βδομάδα καὶ κάθε μέρα νὰ κάνουν χίλιες μετάνοιες ἡ καθεμιά τους στὰ κελιά τους γιὰ τὴν ἄρρωστη ἀδελφή τους, γιὰ νὰ τὴν ἐλεήσει ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος. Οἱ μοναχὲς μὲ προθυμία πραγματοποίησαν τὴν ἐπιθυμία της, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ ἁγία παρέμεινε ἕνα ὁλόκληρο τριήμερο στὸ ναό, ἀπέχοντας ἀπὸ ὁποιαδήποτε τροφή, γονατιστὴ μπροστὰ στὶς εἰκόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς μάρτυρος (στοὺς ἁγίους αὐτοὺς ἔτρεφε ἰδιαίτερη εὐλάβεια, ἐπειδὴ ἦταν συμπατριῶτες της).
Ἰδιαίτερα μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τοῦ Μ. Βασιλείου, ἡ ὁσία παραπονιόταν κι ἔλεγε πὼς ἐπιτρέπει ὁ ἅγιος νὰ συμβαίνουν τέτοια ἔκτροπα στὴν πατρίδα τους, καθὼς ἡ Καππαδοκία ἦταν περίφημο κέντρο τῶν διαφόρων μάγων τῆς ἐποχῆς. Τὴν τρίτη νύχτα, ἡ Εἰρήνη, ἐνῶ ἐπαναλάμβανε τὰ ἴδια, βλέπει μπροστά της τὸ μεγάλο Καππαδόκη πατέρα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν ἀκούσει νὰ τῆς λέει: «Γιατί μοῦ παραπονεῖσαι Εἰρήνη; Κι ἐγὼ λυποῦμαι γιὰ τὴν παρανομία τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων. Τὸ πρωὶ μόλις ξημερώσει ὁδήγησε τὴν πάσχουσα στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, κι ἔρχεται ἐκεῖ, στὸν Οἶκο της, ἡ Μητέρα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ποὺ μόνη ἔχει δύναμη καὶ ἐξουσία νὰ τὴν θεραπεύσει».
Κατασυγκινημένη ἡ ἁγία Εἰρήνη, θυμούμενη τὴν εὐλάβεια ποὺ ἔτρεφε στὴ Βλαχερνιώτισσα Παναγία, συνδεδεμένη στενὰ μὲ τὸν κοσμικό της βίο, πῆρε τὴν ἄρρωστη ἀδελφὴ καὶ δυὸ ἀπὸ τὶς παλαιότερες μοναχὲς καὶ πῆγαν στὸ ναό. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἡ Εἰρήνη ἔβγαινε ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου, ὕστερα ἀπὸ τὴ χειροτονία της, πρὶν τόσα χρόνια, μόνο γιὰ ἀγάπη τῆς ἄρρωστης κοπέλας.
Στὶς Βλαχέρνες, ἐνῶ ἡ ἄρρωστη βασανιζόταν ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, ἡ Εἰρήνη καὶ οἱ δυὸ ἀδελφὲς προσευχόντουσαν γονατιστὲς μπροστὰ στὴ θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ἡ ὁσία κουρασμένη ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴ θλίψη τῶν ἡμερῶν, ἀκούμπησε στὸ μαρμάρινο προσκυνητάρι τῆς πάνσεπτης εἰκόνας καὶ ἀποκοιμήθηκε. Τότε εἶδε στὸ ὄνειρό της ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος κόσμου νὰ συνωστίζεται μέσα στὸ ναὸ καὶ σὲ λίγο μπῆκε μὲ στρατιωτικὴ τάξη ἕνα τάγμα ἀπὸ χρυσοφορεμένους νέους, οἱ ὁποῖοι ἑτοίμαζαν δρόμο μέσα στὸ πλῆθος. Στὴ συνέχεια, ἕνα ἄλλο τάγμα διακόνων μὲ λευκὲς στολὲς καὶ χρυσὰ ὀράρια θυμιάτιζαν καὶ ἔραναν μὲ ἄνθη τὸ δρόμο. Ἡ ὁσία ἔβλεπε ὅλες αὐτὲς τὶς θαυμάσιες ἑτοιμασίες καὶ ρώτησε μὲ ἀπορία ἕναν διάκονο γιὰ ποιὸν εἶναι ὅλη αὐτὴ ἡ ὑποδοχή. «Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐπισκέπτεται τὸν Οἶκο της, ἑτοιμάσου νὰ τὴν προσκυνήσεις», ἀπάντησε ὁ διάκονος.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, κατέφθασε ἡ Παναγία συνοδευόμενη ἀπὸ πλῆθος ἀγγέλων καὶ ἁγίων. Τὸ πρόσωπό της ἀκτινοβολοῦσε τόσο πολὺ ἀπὸ τὴ θεϊκὴ αἴγλη, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὴν ἀντικρίσει. Ἡ Παντάνασσα, ἀφοῦ ἐξέτασε καὶ βοήθησε ὅλους ὅσους εἶχαν καταφύγει στὸ ναό της, ἔφτασε καὶ στὴ μαθήτρια τῆς Εἰρήνης. Τότε ἡ ὁσία ἔπεσε στὰ πόδια τῆς Παναγίας νὰ τὴν προσκυνήσει, ὅταν ἄκουσε τὴ Δέσποινα νὰ ἀπευθύνεται στὸν ἅγιο Βασίλειο καὶ νὰ τὸν ρωτάει γιὰ τὴν περίπτωσή της. Ὅταν ἔμαθε γιὰ τί προσευχόταν ἡ Εἰρήνη, στράφηκε καὶ στὴν ἁγία Ἀναστασία καὶ εἶπε: «Ὑπάγετε στὴν Καισάρεια καὶ ἐξετάσατε μὲ ἐπιμέλεια τὴν ὑπόθεση αὐτῆς τῆς κόρης. Σ᾿ ἐσᾶς τοὺς δυὸ ἐδόθη ἡ χάρις νὰ τὴν θεραπεύσετε». Στὴ συνέχεια, ἡ Παναγία ἀνέβηκε πάλι στοὺς οὐρανούς, ἐνῶ φωνὴ ἀπὸ ἀόρατο στόμα διέταξε τὴν Εἰρήνη: «Πήγαινε στὸ μοναστήρι σου κι ἐκεῖ θ᾿ ἀξιωθεῖς τοῦ ποθουμένου».
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ἡ ὁσία ξύπνησε κι ἔκθαμβη διηγήθηκε τὸ ὄνειρό της στὶς δυὸ ἄλλες ἀδελφές, ποὺ ἐξακολουθοῦσαν νὰ προσεύχονται. Ὅταν ξημέρωσε, ἐπέστρεψαν στὸ μοναστήρι τοὺς γεμάτες πίστη κι ἐλπίδα. Ἦταν ἡ ὥρα τῆς μεσημεριανῆς προσευχῆς κι ὅλες οἱ μοναχὲς ἦταν μαζεμένες στὸ Καθολικό, περιμένοντας μὲ ἀγωνία τὴν ἐπιστροφὴ τῆς Ἡγουμένης τους. Ἡ ὁσία διηγήθηκε ξανὰ τὸ ὅραμά της καὶ τὶς πρόσταξε μὲ ὑψωμένα χέρια νὰ φωνάζουν ὅλες μαζὶ κατανυκτικὰ «Κύριε ἐλέησον». Ἡ πανίσχυρη ἐκείνη προσευχὴ εἶχε ἀποτέλεσμα: Σὲ ἕνα ἀκόμη ὅραμα ποὺ εἶδαν ὅλες οἱ ἀδελφές, ψηλὰ στὸν ἀέρα ἐμφανίστηκαν ὁ ἅγιος Βασίλειος καὶ ἡ ἁγία Ἀναστασία λέγοντας στὴν Εἰρήνη: «Ἅπλωσε τὰ χέρια σου, Εἰρήνη καὶ δέξου αὐτὰ καὶ μὴ μᾶς ὀνειδίζεις πλέον, γιατὶ ἀναλάβαμε νὰ διώξουμε τοὺς μάγους ἀπὸ τὴν Καισάρεια».
Ἡ ὀπτασία χάθηκε καὶ στὰ χέρια τῆς Εἰρήνης ἔπεσε ἕνα δέμα τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἀντικείμενα χρηστικὰ σὲ μάγους, ὅπως τρίχες, βελόνες, καρφιά, χαρτιὰ μὲ ὀνόματα δαιμόνων καὶ δυὸ μολυβένια ὁμοιώματα τοῦ νέου ποὺ προκάλεσε ὅλο αὐτὸ τὸ κακὸ καὶ τῆς ἄρρωστης κοπέλας.
Ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα, ἡ Εἰρήνη μὲ τὴ συνοδεία της ἔμεινα στὸ ναὸ καὶ εὐχαριστοῦσαν τοὺς Ἀρχαγγέλους, τοὺς Καππαδόκες ἁγίους καὶ τὴν Παναγία γιὰ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν καὶ νὰ ζήσουν. Τὸ ἑπόμενο πρωί, ἡ ὁσία ἔστειλε πάλι τὴν ἄρρωστη κόρη μὲ δυὸ ἀκόμη ἀδελφὲς στὸ ναὸ τῆς Βλαχερνιώτισας, μὲ λάδι, νάμα καὶ προσφορὲς νὰ λειτουργήσει ὁ προσμονάριος (=ἐφημερεύων ἱερέας) καὶ τὸ δέμα μὲ τὶς μαγεῖες.
Μὲ τὴ θεία Λειτουργία, ἔχρισε ὁ ἱερέας τὴν ἄρρωστη μὲ λάδι ἀπὸ τὴν καντήλα τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνας τῆς Παναγίας καὶ ἔριξε στὴ φωτιὰ τὰ διαβολικὰ ἀντικείμενα. Καθὼς αὐτὰ καιγόντουσαν, ἡ κοπέλα ξανάβρισκε τὴν ἰσορροπία τοῦ λογικοῦ της, ἐνῶ ἀπὸ τὰ μολυβένια ἀγαλματίδια, ποὺ ἕλιωναν, ἀκουγόντουσαν ἀποτρόπαιες κραυγές. Ἡ Θεοφανώ, ἐπέστρεψε στὴ μονὴ ἐντελῶς θεραπευμένη, εὐχαριστώντας τὴν Παναγία γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ἀλλὰ καὶ τὶς ἀδελφὲς καὶ τὴν πνευματική της μητέρα γιὰ τὴν ἀμέριστη συμπαράσταση καὶ βοήθειά τους.
Ἡ ὁσία Εἰρήνη ἀπέκτησε μεγάλη ἐξουσία πάνω στὸ Διάβολο, χάρη στὴ διαρκῆ πάλη ἐναντίον του μέσω τῆς διαρκοῦς ἄσκησης καὶ προσευχῆς. Ἄλλο ἕνα περιστατικὸ καταδυκνύει αὐτὴ τὴ δύναμη τῆς ἁγίας, ἡ ὁποία ἀκόμη καὶ σήμερα μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ.
Στὰ κτήματα τῆς μονῆς ἐργαζόταν ἕνας νέος, ὁ Νικόλαος, ὁ ὁποῖος εἶδε τυχαῖα κάποια μοναχὴ καὶ τὴν ἐρωτεύτηκε παράφορα. Ἕνα βράδυ, ἡ ἔξαψη τοῦ παράνομου πάθους του ἔφτασε σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ ἔπεσε καταγῆς μπροστὰ στὴν εἴσοδο τῆς μονῆς, ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα καὶ ξέσκιζε μὲ τὰ νύχια του τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα. Σὲ αὐτὴ τὴν ἐλεεινὴ κατάσταση τὸν βρῆκε τὴν ἑπόμενη μέρα ἡ πορτάρισσα, καθὼς ἄνοιξε τὴ θύρα, ἡ ὁποία ἔσπευσε νὰ εἰδοποιήσει τὴν Ἡγουμένη της.
Ἡ ἁγία Εἰρήνη, καταλαβαίνοντας ὅτι κάποιο ἁμάρτημα τοῦ νέου εἶχε δώσει τὴν ἐξουσία στὸν Πονηρό, ἐνημέρωσε τοὺς συγγενεῖς του καὶ τὸν ἔστειλε στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολύτρας. Ὅμως, τὸ ἴδιο βράδυ, ἡ ἁγία Ἀναστασία ἔρχεται στὸ ὄνειρο τῆς Εἰρήνης καὶ τῆς λέει: «Γιὰ νὰ μὲ δοκιμάσεις μοῦ ἔστειλες τὸν δαιμονισμένο; Μάθε, ἀγαπητή μου ἀδερφή, πὼς ἐσὺ μόνο ἔχεις τὴ δύναμη νὰ τὸν θεραπεύσεις».
Ἔτσι, ἡ ὁσία φέρνει πίσω τὸ νέο κι ἄρχισε τὶς Λειτουργίες στὸ παρεκκλήσι τῶν ἁγίων Θεοδώρων (ἀφοῦ στὴ μονὴ δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ εἴσοδος τῶν ἀνδρῶν). Κατὰ τὴ δέκατη μέρα, ἐνῶ ὁ Νικόλαος ἦταν δεμένος μὲ ἁλυσίδες, σπάει τὰ δεσμά του κι ἐπιτίθεται κατὰ τοῦ ἱερέα ποὺ τελοῦσε τὴ θεία Λειτουργία. Ἡ Εἰρήνη, χωρὶς νὰ χάσει τὴν ψυχραιμία της, πλησιάζει τὸ δαιμονισμένο νέο καὶ τὸν προστάζει νὰ μείνει ἀκίνητος. Ἐκεῖνος, ἀπὸ μία ἀκατανόητη δύναμη, ὑπάκουσε στὸ πρόσταγμα τῆς ἁγίας. Μετὰ τὸ πέρας τῆς Λειτουργίας, ἡ ἁγία Ἡγουμένη ἔμεινε μόνη μὲ τὸ Νικόλαο καὶ ἐξέταζε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα γιὰ ποιὸ λόγο κατέλαβε τὸ νέο καὶ ἐκεῖνο, μὴν μπορώντας νὰ ἀντιπαλέψει τὴ θεία χάρη τῆς ἁγίας Εἰρήνης, ὁμολόγησε ὅλη τὴν ἀλήθεια.
Ἡ ὁσία προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Κύριο γιὰ τὸ δυστυχισμένο νέο, ἔπειτα πρόσταξε τὸ πονηρὸ πνεῦμα νὰ βγεῖ καὶ νὰ ἀφήσει ἥσυχο τὸ Νικόλαο. Ἐκεῖνο, ἀφοῦ σπάραξε πρῶτα τὸ νεαρὸ ἄνδρα, ἔφυγε ἀφήνοντας τὸν σὰν νεκρό. Ἡ Εἰρήνη τὸν βοήθησε νὰ σηκωθεῖ καὶ τὸν συμβούλευσε πνευματικὰ νὰ ἀποφεύγει τὶς καταχρήσεις, καθὼς διεγείρουν τὰ κατώτερα ἔνστικτα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Νικόλαος, ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴν τὴν περιπέτεια, ἡ ὁποία ἀπείλησε τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του σωφρονισμένος καὶ μία φορὰ τὸ χρόνο λειτουργοῦσε στὸ παρεκκλήσι τῆς μονῆς, εὐχαριστώντας γιὰ τὴ σωτηρία του τὸ Θεὸ καὶ τὴ θαυματουργὸ ἁγία.
Ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἐξάπλωσαν τὴ φήμη τῆς ὁσίας Εἰρήνης σὲ ὅλη τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πλῆθος κόσμου, ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις, ἐπισκέπτονταν τὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου, προκειμένου νὰ συμβουλευτοῦν καὶ νὰ εὐλογηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη του. Ἄνθρωποι ποὺ ταλανίζονταν ἀπὸ σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες, πίστευαν ἀκράδαντα ὅτι ἐκεῖ, στὴν ἡγιασμένη μονή, θὰ ἔβρισκαν τὴ θεραπεία τους.
Ἡ ἁγία Εἰρήνη διενεργοῦσε τὰ θαύματα αὐτὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ μέσα ἀπὸ τὴ συνεχῆ καὶ ἀδιάκοπη ἄσκηση εἶχε ἀποκτήσει τοὺς δυὸ μέγιστους θησαυρούς: θερμότατη πίστη καὶ «ἐνεργούμενη» ζωντανὴ προσευχή. Χάρη στὴ μεγάλη της πίστη, ἡ ὁσία Εἰρήνη εἶχε μία ξεχωριστὴ ἐπικοινωνία καὶ ἐπαφὴ μὲ τὰ θεῖα καὶ οὐράνια. Ὅταν ὁ ἱερέας τελοῦσε τὴν ἀναίμακτη θυσία κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία, ἡ Εἰρήνη ἔκλαιγε μὲ δάκρυα πολλὰ στὴ σκέψη ὅτι ὁ Δημιουργὸς κατέβηκε στὴ γῆ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ δημιουργήματός Του, ἔπαθε, σταυρώθηκε καὶ πέθανε ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀναζωογονήσει τὸ πλάσμα Του καὶ ἀπὸ τότε τὸ τίμιο αἷμα Του προσφέρεται στὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ γιὰ νὰ τραφεῖ πνευματικά.
Ἡ προσευχὴ τόσο πολὺ ἐξύψωνε τὴν ἁγία πάνω ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια, ποὺ ἐκείνη κατέβαλε προσπάθεια γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὸν ἐπίγειο κόσμο. Μέρες ὁλόκληρες προσευχόταν γονυπετὴς μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα καὶ τότε οἱ ἀδελφές της συνοδείας της τὴν βοηθοῦσαν νὰ τὰ κατεβάσει καὶ οἱ ἁρμοί της προκαλοῦσαν τόσο θόρυβο, ποὺ ὁλόκληρο τὸ κοινόβιο θαύμαζε καὶ ἀποροῦσε.
Τὶς ἔναστρες νύχτες, ἡ ὁσία Εἰρήνη στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί της (αὐτὸ τὸ ἴδιο στὸ ὁποῖο πρὶν τόσα χρόνια, μόλις 15 χρονῶν, ὁδηγήθηκε ὡς δόκιμη μοναχή), μαγευόταν ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσης καὶ ἔστελνε διάπυρες προσευχὲς πρὸς τὸν Πλάστη. Μία ἀπὸ τὶς βραδιὲς αὐτές, κάποια ἀδελφὴ ἀγρυπνοῦσε ἔξω ἀπὸ τὸ κελί της καὶ εἶδε τὸ ἑξῆς παράδοξο: Τὰ δυὸ πανύψηλα κυπαρίσσια, τὰ ὁποῖα ὀρθώνονταν ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ στὴν εἴσοδο τοῦ Καθολικοῦ, λύγιζαν μπροστὰ στὴν προσευχόμενη ἁγία σὰν νὰ τὴν προσκυνοῦσαν καὶ ἡ ἴδια ἡ Εἰρήνη δὲν πάταγε στὴ γῆ ἀλλὰ αἰωροῦνταν περίπου περίπου ἕνα μέτρο πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος. Ὅταν ἡ ὁσία ὁλοκλήρωσε τὴν προσευχή της, σταύρωσε τὰ δυὸ κυπαρίσσια καὶ ἐκεῖνα ἐπανῆλθαν στὴ φυσιολογική τους θέση. Ἡ μοναχὴ κατάπληκτη, μὲ ἀνάμειχτα συναισθήματα φόβου καὶ θαυμασμοῦ, συγκρατήθηκε καὶ δὲν εἶπε τίποτα στὴν ὑπόλοιπη ἀδελφότητα. Τὸ ἑπόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι ἔξω ἀπὸ τὸ κελί της καὶ τὸ ἴδιο παράδοξο γεγονὸς ἐπαναλήφθηκε· καὶ ξανὰ τὸ ἴδιο, τὸ τρίτο κατὰ σειρὰ βράδυ. Τὴν ἑπόμενη νύχτα, ἡ μοναχή, χωρὶς νὰ τὴν ἀντιληφθεῖ ἡ Ἡγουμένη της, ἔτρεξε στὰ λυγισμένα κυπαρίσσια, ἔδεσε ἀπὸ ἕνα λευκὸ μαντήλι στὶς κορυφές τους καὶ ἐπέστρεψε στὸ κελί της.
Τὸ ἑπόμενο πρωί, ἡ ἤρεμη ἀτμόσφαιρα τοῦ εὐλογημένου κοινοβίου ἀναστατώθηκε, ὅταν οἱ μοναχὲς εἶδαν τὰ δεμένα μαντήλια καὶ κατάπληκτες ρωτοῦσαν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔδεσε τόσο ψηλὰ δέντρα, γιὰ ποιὸ λόγο τὸ ἔπραξε καὶ προπάντων μὲ ποιὸ τρόπο. Ἡ ἀδελφὴ ποὺ ὑπῆρξε μάρτυρας στὰ θαυμάσια αὐτὰ περιστατικὰ ἀποκάλυψε ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ τότε ὅλες ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ καὶ συγκίνηση καὶ παραπονιόντουσαν γιατὶ δὲν τὶς ξύπνησε νὰ δοῦν καὶ ἐκεῖνες τὸ φρικτὸ θαῦμα τῆς Ἡγουμένης τους. Πάνω στὴν ὥρα κατέφθασε καὶ ἡ Εἰρήνη. Ὅταν κατάλαβε τί συνέβη καὶ πῶς μαθεύτηκε ἕνα μυστικὸ ποὺ ἐκείνη κρατοῦσε ἑπτασφράγιστο γιὰ χρόνια ὁλόκληρα, ἐπέπληξε αὐστηρὰ τὴν ἀδελφὴ ποὺ τὸ μαρτύρησε μὲ τὰ παρακάτω λόγια: «Ἂν μὲ ἔβλεπες νὰ ἁμαρτάνω σὰν ἄνθρωπος, θὰ ἐφανέρωνες τὴν ἁμαρτία μου»; Ἔθεσε λοιπὸν βαρὺ ἐπιτίμιο γιὰ ὅποια τολμοῦσε νὰ φανερώσει ὁτιδήποτε παράδοξο ἔβλεπε, ὅσο ἦταν ἡ ἴδια ἐν ζωῇ. Ἔτσι, πολλὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τῆς ἁγίας ἐξαφανίστηκαν στὴ σιωπὴ τῆς συνοδείας της, ἀλλὰ οἱ μοναχὲς πολλαπλασίασαν τὴν εὐλάβεια καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ πρόσωπο τῆς Ἡγουμένης τους.
Ἡ ἁγία Εἰρήνη, ὅπως προαναφέρθηκε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ διορατικὸ χάρισμα, εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὸ προορατικό, τὸ χάρισμα δηλαδὴ τῆς προφητείας. Προφήτεψε μεγάλες πολιτικὲς ἀλλαγὲς τῆς ἐποχῆς της. Ἔτσι, στὴ διάρκεια μιᾶς ἐπίσκεψης τῆς ἀδερφῆς της, ἡ Εἰρήνη ἐμπιστεύτηκε στὴν Καλλινίκη ὅτι ὁ Καίσαρας Βάρδας θὰ δολοφονηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ καὶ ἡ ἴδια θὰ ἀναγκαστεῖ νὰ ἐγκαταλείψει ὁριστικὰ τὴ Βασιλεύουσα, ἐξαιτίας τῶν σκανδάλων ποὺ θὰ ξεσπάσουν. Τῆς εἶπε ἀκόμη ὅτι μετὰ τὸ φόνο τοῦ Βάρδα, σύντομα καὶ ὁ ἴδιος ὁ Μιχαὴλ θὰ δολοφονηθεῖ ἀπὸ τὸ σφετεριστὴ τοῦ θρόνου του, ὅμως κανένα μέλος τῆς οἰκογένειάς τους νὰ μὴν ἐναντιωθεῖ στὸ νέο αὐτοκράτορα, διότι εἶναι αἴτιος φόνου, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὸν προορίζει νὰ κυβερνήσει τὴν αὐτοκρατορία. Ἡ Εἰρήνη συμβούλεψε ἀκόμη τὴν ἀδελφή της νὰ μὴν ἀποκαλύψει τίποτα ἀπὸ ὅσα τῆς ἐμπιστεύτηκε, ἁπλὰ νὰ εἶναι προετοιμασμένη γιὰ τὶς συνταρακτικὲς ἀλλαγὲς στὴ ζωή της.
Ἡ Καλλινίκη ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσει μυστικὲς τὶς προφητεῖες τῆς Εἰρήνης καὶ μίλησε στὸ Βάρδα. Ὁ Καίσαρας ἔστειλε τότε ἀνθρώπους του στὸ μοναστήρι καὶ προσπάθησε νὰ ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη γυναικαδελφὴ τοῦ λεπτομέρειες γιὰ τὴν εἰς βάρος του συνωμοσία. Ἡ Εἰρήνη ὅμως δὲν ἀποκάλυψε τίποτα περισσότερο. Πολὺ σύντομα ὅμως, οἱ προφητεῖες τῆς ἁγίας πραγματοποιήθηκαν. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 866 καὶ ἐνῶ ὁ Βάρδας ἡγοῦνταν ἐκστρατείας κατὰ τῶν Σαρακηνῶν στὴν Κρήτη, δολοφονήθηκε μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίσημης ἀναφορᾶς ἀπὸ ὁμάδα συνωμοτῶν. Ἀρχηγός τους ἦταν ὁ γαμπρὸς τοῦ Βάρδα Συμβάτιος, ὁ ὁποῖος γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴ βάρβαρη καὶ ἄνανδρη δολοφονία τοῦ πεθεροῦ του, ὑποστήριξε ὅτι τὸν ἐκδικήθηκε γιὰ τὶς σχέσεις ποὺ διατηροῦσε μὲ τὴ νύφη του.
Ἡ Ἱστορία φαίνεται ὅτι δὲ διατήρησε τὸ τέλος τῆς Καλλινίκης μετὰ ἀπὸ τὴν τραγικὴ χηρεία της καὶ εἶναι πράγματι ἐντυπωσιακὴ ἡ φαινομενικὴ ἀντίφαση: Ἡ Εἰρήνη, ἡ ὁποία ἀπὸ τὰ δεκαπέντε της χρόνια καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τῆς ἔζησε σὲ ἕνα μοναστήρι μὲ διαρκῆ νηστεία, ταπείνωση, προσευχὴ καὶ αὐστηρὴ ἄσκηση, δοξάζεται καὶ τιμᾶται μέχρι τὶς μέρες μας καὶ πλῆθος κόσμου τὴν ἐπικαλεῖται καὶ καταφεύγει στὴ θαυματουργὸ χάρη της. Ἡ Καλλινίκη, ἂν καὶ ἔζησε μέσα σὲ μυθικὴ πολυτέλεια καὶ χλιδὴ καὶ γνώρισε μεγάλες τιμὲς καὶ δόξες στὰ βυζαντινὰ ἀνάκτορα, λησμονήθηκε ἀμέσως μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ συζύγου της καὶ τὸ ὄνομά της διασώθηκε ὡς ὑποσημείωση χάρη στὸν ἁγιασμένο βίο τῆς ἀδελφῆς της.
Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ συνωμοσία εἰς βάρος τοῦ Καίσαρα Βάρδα, ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Γ´ δολοφονήθηκε ἀπὸ τὸν εὐνοούμενό του, Βασίλειο τὸ Μακεδόνα, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε στὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου ὡς Βασίλειος ὁ Α´ καὶ ἵδρυσε τὴ Μακεδονικὴ Δυναστεία. Ὁ Βασίλειος ἦταν τυπικὸς ἐκπρόσωπος τῶν σκληρῶν χρόνων στοὺς ὁποίους ἔζησε, συγκεντρώνοντας ὅλα τὰ ἀντιφατικὰ στοιχεῖα στὴν προσωπικότητά του. Ἄνθρωπος σκληρός, δὲ δίσταζε, ὅπως εἴδαμε, νὰ καταφύγει καὶ στὸ φόνο προκειμένου νὰ ἐκπληρώσει τὸ στόχο του, στεροῦνταν ὁποιουδήποτε ἠθικοῦ φραγμοῦ (εἶχε συνάψει λευκὸ γάμο μὲ τὴν ἐρωμένη τοῦ Μιχαὴλ Εὐδοκία Ἰγερινὴ κατὰ παραχώρηση τοῦ δολοφονηθέντος αὐτοκράτορος, ἐνῶ διατηροῦσε ἐρωτικὲς σχέσεις μὲ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Μιχαὴλ καὶ στενὴ φίλη τῆς Εἰρήνης πριγκίπισσα Θέκλα, μὲ τὸ θάνατο τοῦ Μιχαήλ, ἔδιωξε τὴ Θέκλα καὶ παρουσίασε ἐπίσημα ὡς σύζυγό του τὴν Εὐδοκία) καὶ ταυτόχρονα ἦταν πολὺ ...εὐσεβὴς καὶ θεοφοβούμενος ἀλλὰ καὶ ἀφάνταστα προληπτικός, λόγω παντελοῦς ἔλλειψης μόρφωσης.
Κάποιο περιστατικὸ συνέβη ἀνάμεσα στὸ νέο αὐτοκράτορα καὶ τὴν ὁσία Εἰρήνη, ὅταν ὁ Βασίλειος φυλάκισε ἕναν ἰλλούστριο (=ἀνώτατος ἀξιωματοῦχος τῆς βυζαντινῆς αὐλῆς), συγγενῆ της Εἰρήνης, ὁ ὁποῖος εἶχε συκοφαντηθεῖ γιὰ συνωμοσία. Ὁ Βασίλειος, ποὺ ὅπως κάθε σφετεριστὴς φοβόταν τὴν ἀντεκδίκηση, ἦταν ὑπὲρ τῶν συνοπτικῶν διαδικασιῶν καὶ φυλάκισε τὸν ἀξιωματοῦχο του διατάζοντας τὴν ἐκτέλεσή του, χωρὶς νὰ ἐξετάσει περαιτέρω τὶς κατηγορίες. Ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ ἄτυχου ἀνθρώπου, ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη βοήθεια ποὺ δὲ φαινόταν πουθενά, κατέφυγαν στὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου ἐλπίζοντας στὴ θεία παρέμβαση. Ἡ ὁσία Εἰρήνη στήριξε μὲ λόγο πνευματικὸ τὴ δυστυχισμένη οἰκογένεια καὶ ἀποσύρθηκε στὸ Καθολικὸ τῶν Ἀρχαγγέλων, ὅπου προσευχόταν γιὰ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη νύχτα.
Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ, ὁ αὐτοκράτορας εἶδε στὸ ὄνειρό του ὅτι κάποια μοναχὴ μὲ ἐπιβλητικὸ παρουσιαστικὸ ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ αὐτοκρατορικοῦ κοιτώνα, τὸν πλησίασε καὶ μὲ ὀργισμένο ὕφος τὸν πρόσταξε νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄδικα φυλακισμένο ἀξιωματικό του, διαφορετικὰ ὁ Θεὸς θὰ τοῦ ἔστελνε μεγάλες συμφορές. Στὴν ἐρώτηση τοῦ αὐτοκράτορα γιὰ τὸ ποιὰ εἶναι, ἐκείνη ἀπάντησε: «Εἶμαι ἡ Εἰρήνη, Ἡγουμένη τοῦ Χρυσοβαλάντου!» Ὁ Βασίλειος τρομαγμένος ξύπνησε καὶ ρώταγε τὴ φρουρά του ἂν ἐπέτρεψαν σὲ κάποια καλόγρια νὰ περάσει στὸ διαμέρισμά του. Ὅμως, οἱ φρουροὶ τὸν διαβεβαίωσαν ὅτι κανένας δὲν πέρασε στὸ δωμάτιό του.
Τὸ ἑπόμενο πρωί, ὁ Βασίλειος ἔστειλε ἀπεσταλμένους του στὸ μοναστήρι τῶν Ἀρχαγγέλων μαζὶ μὲ κάποιο ἱκανὸ ζωγράφο, ὥστε νὰ ζωγραφίσει τὸ πρόσωπο τῆς Ἡγουμένης καὶ ἔτσι νὰ διαπιστώσει τὸ θεόσταλτο τοῦ ὀνείρου του. Ἡ ἁγία Εἰρήνη, ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τῆς εἶχε ἀποκαλύψει τὴν ἄφιξη τῶν αὐτοκρατορικῶν ἀπεσταλμένων, προετοίμασε τὶς ἀδελφὲς τοῦ κοινοβίου, ὥστε νὰ μὴν ἀναστατωθοῦν καὶ τρομάξουν καὶ τοὺς ὑποδέχτηκε στὸ παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, καθὼς δὲν ὑποχωροῦσε καὶ δὲν ἑξαιροῦσε κανέναν ἀπὸ τοὺς κανόνες τὶς ἱερᾶς μονῆς (ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἀπαγορευόταν ἡ εἴσοδος τῶν ἀνδρῶν στὸ χῶρο τοῦ μοναστηριοῦ). Οἱ ἀξιωματοῦχοι ἄρχισαν νὰ συζητοῦν μὲ τὴν ὁσία, προσποιούμενοι θεολογικὸ ἐνδιαφέρον, μέχρι νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο του ὁ ζωγράφος. Δὲν μποροῦσαν ὅμως νὰ μὴ θαυμάζουν καὶ νὰ μὴν ἀποροῦν, καθὼς ὅση ὥρα ἡ ἁγία Εἰρήνη ἀπαντοῦσε στὶς ἐρωτήσεις τους, μιὰ δυνατὴ λάμψη ἀναδυόταν ἀπὸ τὸ πρόσωπό της! Ἡ Εἰρήνη ἤξερε γιὰ ποιὸ λόγο τὴν καθυστεροῦσαν καὶ περίμενε μέχρι νὰ τελειώσει ἡ ζωγραφικὴ ἀποτύπωση τοῦ προσώπου της. Τότε σηκώθηκε καὶ ἀπευθύνθηκε στοὺς ἀπεσταλμένους μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Νὰ ἀναγγείλετε παρακαλῶ στὸ δύσπιστο βασιλιά σας, πὼς εἶναι ἀληθινὰ ὅσα τοῦ εἶπα στὸν ὕπνο του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀθῶος καὶ νὰ τὸν ἀφήσει ἀμέσως ἐλεύθερο, διαφορετικὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν ὅλα ὅσα προφήτεψα». Οἱ ἀξιωματοῦχοι, ἀληθινὰ κατάπληκτοι ἀπὸ ὅσα βίωσαν καὶ ἄκουσαν, ξεκίνησαν γιὰ τὰ ἀνάκτορα.
Τὴν ἴδια ὥρα, ὁ Βασίλειος ἀνάκρινε ξανὰ τὸν ἰλλούστριο, θεωρώντας ὅτι εἶχε χρησιμοποιήσει μαγεία γιὰ νὰ στείλει τὴν καλόγρια στὸ ὄνειρό του. Ὁ ἄνθρωπος ἀρνήθηκε καὶ τὶς καινούργιες κατηγορίες καὶ διαβεβαίωνε τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὴν ἀθωότητά του. Ὁ Βασίλειος τὸν ρώτησε ἂν ἔχει κάποια σχέση μὲ τὴν Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι εἶναι συγγενής του. Ὁ αὐτοκράτορας ξαναέστειλε τὸν ἀξιωματικὸ στὴ φυλακή, διέταξε ὅμως νὰ μὴν ἐκτελεστεῖ ἀκόμη.
Λίγο ἀργότερα, ἔφτασαν καὶ οἱ ἔμπιστοί του μὲ τὴν προσωπογραφία τῆς ἁγίας. Ὁ Βασίλειος ἀναγνώρισε τὴ μοναχὴ ποὺ τόσο πολὺ τὸν συγκλόνισε καὶ τὸν ὁδήγησε ἀκόμη καὶ σὲ ἐπανεξέταση τῆς ἀρχικῆς ἀπόφασής του (κάτι ποὺ σπανιότατα τὸ ἔπραττε ὁ Βασίλειος σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς αὐτοκρατορικῆς του πορείας). Ἐλευθέρωσε τὸν ἄρχοντα ἀπὸ τὴ φυλακή, τὸν ἀποκατάστησε στὰ ἀνάκτορα καὶ μὲ ἐπιστολὴ τοῦ εἰδοποίησε τὴν Εἰρήνη γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ συγγενῆ της. Ἀκόμη, τὴν προσκαλοῦσε στὰ ἀνάκτορα, γιὰ νὰ εὐλογήσει τὸν ἴδιο καὶ τὴ βασίλισσα Εὐδοκία Ἰγερινὴ (ἀξίζει ἴσως νὰ θυμήσουμε ὅτι πρόκειται γιὰ τὴ γυναίκα ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ αὐγούστα Θεοδώρα ἤθελε νὰ ἀποσπάσει τὸ γιό της Μιχαήλ, γι᾿ αὐτὸ καὶ προώθησε τὸ προξενιὸ ἀνάμεσα στὴν Εἰρήνη καὶ τὸ δολοφονημένο αὐτοκράτορα). Ἐὰν πάλι, ἡ Εἰρήνη δὲν ἤθελε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ μονή της, ὁ αὐτοκράτορας ἔγραφε ὅτι θὰ πήγαιναν ἐκεῖνοι στὴν ὁσία.
Ἡ ἁγία ὅμως, ἀποφεύγοντας πάντα τὴ ματαιοδοξία καὶ τὶς ἐγκόσμιες τιμές, ἀπάντησε μὲ αὐτὴ τὴν ταπεινὴ ἐπιστολή: «Βασιλεῦ, οὔτε ἡ Βασιλεία σου εἶναι πρέπον νὰ ἔλθῃ ἐδῶ, οὔτε ἐγὼ εἰς τὰ Βασίλεια. Δὲν χρειάζεσαι εὐλογίαν ἀπὸ μίαν ταπεινὴ καὶ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, διότι ἔχεις τὸν ἁγιώτατον πατριάρχην καὶ τοὺς λοιποὺς ἀρχιερεῖς καὶ τὸν κλῆρον τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ὑπακούσεις τὰς συμβουλάς των θέλεις θεραπεύσῃ τὸν Θεὸν καὶ θέλεις κυβερνήση τὸ ὑπήκοον εὐσεβῶς, δικαίως καὶ σωφρόνως».
Ἀπὸ τότε, ὁ Βασίλειος Α´ ὁ Μακεδὼν δὲν ξαναενόχλησε τὴν ὁσία. Ἔτρεφε ὅμως μεγάλο σεβασμὸ γιὰ τὸ πρόσωπό της καὶ συχνὰ ἔστελνε αὐτοκρατορικὲς προσφορὲς στὸ μοναστήρι της.
Τὰ χρόνια κυλοῦσαν γρήγορα μέσα στὴ μονὴ γιὰ τὴν Εἰρήνη καὶ ἡ πρώην νεαρὴ πανέμορφη ἀριστοκράτισσα καὶ νῦν Ἡγουμένη ἐγνωσμένης ἁγιότητας καὶ στολισμένης ἀπὸ τὸν Κύριό της μὲ ὑπερφυσικὰ δῶρα ἔφτασε σὲ βαθύτατα γεράματα. Ὅμως, ἕνα θαῦμα διαρκείας ἦταν πασιφανὲς στὸ σῶμα της καὶ τὸ πρόσωπό της, ἀντιλαμβανόμενο ἀπὸ ὅλους εἴτε μοναχὲς ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσαν στὴν ἄσκηση εἴτε πιστοὺς ποὺ ἀποζητοῦσαν τὴν εὐλογία της: τὸ πρόσωπό της καὶ τὸ σῶμα τῆς διατηροῦσαν ὅλη τὴ φημισμένη ὀμορφιὰ καὶ τὴ φρεσκάδα τῆς νιότης της. Ἡ διαρκὴς ἄσκηση, ἡ αὐστηρὴ πολύχρονη νηστεία, ἡ μεγάλη εὐθύνη γιὰ τὸ πολυπληθὲς ποίμνιό της καὶ προπάντων ὁ πανδαμάτωρ χρόνος δὲν τὴν ἔφθειραν. Ἡ Εἰρήνη δὲν εἶχε φθαρεῖ στὴν ψυχή της, ἡ ὁποία ἦταν πλημμυρισμένη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὰ δημιουργήματά Του καὶ εὔλογα ἡ ἐσώτερη αὐτὴ ἁγνότητα ἀντανακλοῦνταν στὸ πρόσωπό της.
Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας ἡ γιορτὴ τοῦ μεγάλου Βασιλείου καὶ μετὰ τὴν τέλεση τοῦ ἑσπερινοῦ, ἡ ἁγία ξαγρυπνοῦσε προσευχόμενη. Πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ ὄρθρου καὶ τότε ἡ Εἰρήνη ἀκούει κάποια φωνὴ νὰ τῆς λέει: «Ὑποδέξου τὸ ναυτικὸ ποὺ σοῦ φέρνει τὰ ἑσπεριδοειδῆ καὶ φάε νὰ εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή σου». Μετὰ τὸ πέρας τῆς θείας λειτουργίας, ἡ ἁγία λέει στὴν πορτάρισσα νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα τῆς μονῆς καὶ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ περιμένει ἐκεῖ στὸν ξενώνα, ὅπου θὰ πήγαινε καὶ ἡ ἴδια νὰ τὸν συναντήσει.
Πράγματι, ἡ ὁσία Ἡγουμένη τοῦ Χρυσοβαλάντου συνάντησε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀκούει νὰ τῆς ἐξιστορεῖ τὴν ἑξῆς θαυμάσια ἱστορία: Ἦταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ἑνὸς καραβιοῦ, ἀπὸ τὴν ἱερὴ Πάτμο. Ἀπέπλευσε μὲ τὸ πλοῖο του ἀπὸ τὸ βόρειο τμῆμα τοῦ νησιοῦ γιὰ τὴν Πόλη καὶ βρισκόταν λίγα μέτρα ἀπὸ τὴ στεριά, ὅταν βλέπει ἐκεῖνος καὶ οἱ ναῦτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα νὰ τοὺς φωνάζει νὰ σταματήσουν. Αὐτὸ ὅμως ἦταν ἀδύνατο, καθὼς ὁ ἰσχυρὸς ἄνεμος ἔσπρωχνε τὸ πλοῖο στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος. Τότε ὁ γέροντας φωνάζει μὲ ὅλη τὴ δύναμή του καὶ προστάζει τὸ πλοῖο νὰ σταματήσει. Τὸ καράβι ἀκινητοποιεῖται καὶ ὁ ἴδιος ἀρχίζει νὰ βαδίζει πάνω στὰ ὕδατα. Μπροστὰ στοὺς κατάπληκτους ναῦτες, ἐπιβιβάζεται στὸ πλοῖο καὶ δίνει στὸν καπετάνιο τρία μῆλα καὶ τοῦ λέει: «Ὅταν πᾶς στὴ Βασιλεύουσα, δῶσε τα στὸν Πατριάρχη καὶ πές του πὼς τοῦ τὰ στέλνει ὁ Πανάγαθος Θεὸς μὲ τὸν δοῦλο Του Ἰωάννη, ἀπὸ τὸν Παράδεισο». Ἔπειτα δίνει στὸ ναύκληρο ἄλλα τρία μῆλα προσθέτοντας: «Αὐτὰ νὰ τὰ πᾶς της Εἰρήνης, τῆς Ἡγουμένης τοῦ Χρυσοβαλάντου καὶ νὰ τῆς πεῖς: φάγε ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ Παραδείσου ποὺ ἡ ἁγνὴ ψυχή σου ἐπεθύμησε». Λέγοντας αὐτά, ὁ γέροντας εὐλόγησε τὸ πλήρωμα καὶ τὸ πλοῖο ξεκίνησε καὶ πάλι τὸ ταξίδι του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐξαφανίστηκε.
Ὀλοκληρώνοντας τὴ διήγησή του, ὁ ναυτικὸς προσκύνησε τὴν Εἰρήνη καὶ τῆς πρόσφερε τὰ μῆλα. Ἡ ἁγία τὰ δέχτηκε μὲ δάκρυα εὐλάβειας καὶ εὐγνωμοσύνης εὐχαριστώντας τὸν ἅγιο εὐαγγελιστὴ καὶ ἀπόστολο Ἰωάννη. Στὸ κελί της γονάτισε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Χριστὸ γιὰ αὐτὸ τὸ δεῖγμα τῆς εὔνοιάς Του πρὸς τὴ δούλη Του. Τὰ μῆλα ἦταν πραγματικὰ παραδεισένια, τόσο ὄμορφα σὲ σχῆμα καὶ χρῶμα ποὺ ὅμοιά τους δὲν ὑπῆρχαν. Ἡ εὐωδιὰ τοὺς πλημμύριζε τὴ μονὴ καὶ οἱ ἀδελφὲς ἀποροῦσαν γιὰ τὸ καινούργιο θαῦμα ποὺ συντελοῦνταν στὸν εὐλογημένο χῶρο.
Ἡ ἁγία Εἰρήνη, μὲ τὴν ἔμφυτη εὐφυΐα της καὶ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐννόησε ὅτι τὸ θεῖο αὐτὸ δῶρο ἦταν οὐράνια πρόσκληση. Ὅταν ἔφτασε ἡ ἁγία καὶ μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἔκοψε τὸ ἕνα μῆλο σὲ λεπτὰ κομματάκια καὶ ἔτρωγε ἕνα κομμάτι κάθε μέρα, ἀπέχοντας ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη τροφή, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ νερό. Τὴ Μεγάλη Πέμπτη, ὕστερα ἀπὸ τὴ θεία λειτουργία καὶ ἀφοῦ ὅλες οἱ μοναχὲς κοινώνησαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἡ Εἰρήνη ἔκοψε καὶ τὸ δεύτερο μῆλο καὶ ἔδωσε σὲ κάθε ἀδελφὴ ἀπὸ ἕνα κομμάτι. Τότε τοὺς ἀποκάλυψε καὶ τὴν ἱστορία τοῦ θείου δώρου καὶ ὅλες μαζὶ δοξολογοῦσαν τὸν Ὕψιστο γιὰ τὰ ἀναρίθμητα χαρίσματα πρὸς τὴν Ἡγουμένη τους. Τὸ τρίτο μῆλο ἡ Εἰρήνη τὸ φύλαξε γιὰ τὶς τελευταῖες μέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς της.
Τὴ Μεγάλη Παρασκευή, οἱ ἀδελφὲς ἔψαλαν τὰ ἅγια καὶ σωτήρια Πάθη καὶ ἡ Εἰρήνη, μόνη της μέσα στὸ ἱερὸ βῆμα, γονατισμένη, εἶχε παραδοθεῖ σὲ προσευχή. Τότε εἶδε θαυμάσιο ὅραμα: ἄνοιξε ὁ θόλος τοῦ ναοῦ καὶ πλῆθος ἀγγέλων ἐμφανίστηκαν, οἱ ὁποῖοι ἔψαλλαν δοξαστικοὺς ὕμνους καὶ θυμιάτιζαν τὴν ἁγία Τράπεζα. Ἐμφανίστηκε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, θριαμβευτὴς μὲ τὸ σταυρὸ στὸν ὦμο. Οἱ ἄγγελοι γονάτισαν νὰ Τὸν χαιρετήσουν, ἐνῶ ἡ λάμψη Τοῦ θάμπωσε τὴν Εἰρήνη, ἡ ὁποία ἀντικρίζοντας Τὸν ἔνιωσε τὸ σκίρτημα τοῦ θείου ἔρωτα καὶ χαμήλωσε τὸ βλέμμα της. Ὅταν δειλὰ ὕψωσε τὰ μάτια της καὶ πάλι, τὸ ὅραμα εἶχε χαθεῖ. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ὁ ἄγγελος-ὁδηγός της, ποὺ τόσες φορὲς τὴν εἶχε διακονήσει: «Γίνου ἕτοιμή» της εἶπε ἁπλὰ καὶ ἐκείνη κατάλαβε ὅτι πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ διακονεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ οὐράνια.
Τὸ σύντομο διάστημα ἀπὸ τὸ οὐράνιο αὐτὸ μήνυμα μέχρι καὶ τὴν ὁσιακή της κοίμηση, ἡ ἁγία προετοίμαζε τὴν ἀκολουθία της γιὰ τὸ μεγάλο γεγονός. Στὸν ἱερὸ ναὸ τὸν Ἀρχαγγέλων τὶς δίδασκε γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, τὴ μελλοντικὴ κρίση καὶ τὴν αἰωνιότητα. Ἡ διδασκαλία τῆς ἀνέβαζε τὸ πνεῦμα τῶν μοναζουσῶν σὲ οὐράνιες σφαῖρες. Ὁ θάνατος εἶναι δύσκολο γιὰ κάθε ἀνθρώπινο πλάσμα καὶ ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα, τόσο ἡ ψυχὴ τῆς ἁγίας ἔνιωθε τὴν ἐπιθανάτια ἀγωνία, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν ξέφυγε οὔτε ὁ ἐνανθρωπίσας Κύριος.
Μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος τακτοποίησε τὶς ὑποθέσεις τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ὑπέδειξε τὴν ἄξια διάδοχό της. Μιὰ ἑβδομάδα πρὶν τὴ μεγάλη ἡμέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο ἀπὸ τὸ παραδεισένιο μῆλο καὶ καθημερινὰ κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος ἡ Κυριακή, ὅπου γιὰ τελευταῖα φορὰ ἡ Εἰρήνη παρακολούθησε τὴ θεία λειτουργία, ἀπάγγειλε τὸ σύμβολο τῆς πίστης μας, κοινώνησε, ἀγκάλιασε τὶς ἀδελφὲς καὶ τοὺς ζήτησε συγγνώμη καὶ τέλος γονάτισε μπροστὰ στὴν Ὡραία Πύλη, ὕψωσε τὰ χέρια της καὶ προσευχήθηκε γιὰ τελευταῖα φορὰ μὲ αὐτὰ τὰ λόγια: «Δέσποτα, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος. Σὺ ὁ Ποιμὴν ὁ Καλὸς ποὺ μὲ τὸ Πανάγιο καὶ Πολύτιμο Αἷμα Σού μᾶς ἐλύτρωσες ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, ἄκουσε τὴν τελυταία δέησι τῆς ταπεινῆς Σου δούλης. Στὴν κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα τὸ μικρὸ τοῦτο ποίμνιο. Σκέπασέ το μὲ τὴ θεία σκέπη Σου καὶ διαφύλαξέ το ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ ἀοράτου ἐχθροῦ. Διότι Σὺ εἶσαι ὁ ἁγιασμός μας καὶ ἡ ἀπολύτρωσις καὶ Σὲ θὰ δοξάζουμε αἰωνίως. Ἀμήν».
Στὴ συνέχεια, σιωπηλὰ καὶ ἤρεμα, μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ της στὸν οὐράνιο Νυμφίο της, ἀποσύρθηκε στὸ κελί της καὶ πλάγιασε στὴν ἀσκητική της κλίνη. Οἱ μοναχές της, μὲ σιωπὴ ποὺ δονοῦνταν ἀπὸ εὐλάβεια, τὴν περικύκλωσαν καὶ τὴν ἔβλεπαν νὰ χαμογελᾶ σὲ πλάσματα ποὺ οἱ ἴδιες δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν παρὰ μόνο νὰ νιώσουν μὲ τὴν ψυχή τους. Μὲ αὐτὸ τὸ οὐράνιο χαμόγελο, τὸ ὁποῖο ἀποδείκνυε τὴν ἀπόλυτη μακαριότητα καὶ γαλήνη τῆς ψυχῆς της, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της ἡ ἁγία Εἰρήνη, Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου, σὲ ἡλικία 104 χρόνων, ὄντας ὅμως σωματικὰ πάντοτε νέα καὶ ὄμορφη.
Ἡ ὁσιακή της κοίμηση διαδώθηκε σὲ ὅλη τὴ Βασιλεύουσα ἀστραπιαῖα καὶ χιλιάδες κόσμου συνέρευσαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ προλάβουν νὰ προσκυνήσουν τὸ ἱερὸ σκήνωμα τῆς πνευματικῆς τους μητέρας. Ἐπικεφαλῆς ἦταν ὁ πατριάρχης, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις καὶ τῶν ἀρχιερέων καὶ λοιπῶν κληρικῶν συνόδευσαν τὴ μακαριστὴ Ἡγουμένη στὴν τελευταία της κατοικία, στὸ παρεκκλήσι τοῦ μεγαλομάρτυρος ἁγίου Θεοδώρου. Ἡ ἄρρητη εὐωδιὰ ποὺ ἀνάβλυζε ἀπὸ τὸ σεπτό της σῶμα ἐπισκίαζε ὅλα τὰ πανάκριβα ἀρώματα ποὺ ἔφεραν οἱ εὐλαβεῖς προσκυνητές.
Ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὴ μνήμη τῆς ἁγίας Εἰρήνης, τῆς ἡγουμένης τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου, στὶς 28 Ἰουλίου. Στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία, ἡ ἁγία ἀπεικονίζεται μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἡγουμένης, νὰ κρατάει στὸ δεξὶ χέρι της τὰ τρία θεόσταλτα μῆλα. Ὁ ἄγγελος, ὁ ὁποῖος τὴν βοηθοῦσε στὸ δύσκολο ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν, στέκεται μπροστά της κρατώντας εἰλητάριο μὲ τμῆμα τοῦ χαιρετισμοῦ ποὺ τῆς ἀπηύθυνε («Χαῖρε δούλη τοῦ Ὑψίστου, Εἰρήνη...»). Εἰλητάριο κρατεῖ καὶ ἡ ἁγία στὸ ἀριστερό της χέρι, τὸ ὁποῖο ἀναγράφει παραινέσεις τῆς ὁσίας (συνήθως, διαβάζεται ἡ φράση: «Φῶς μοναχῶν, ἄγγελοι· φῶς κοσμικῶν, μοναχοί...»). Δίπλα στὴν ἁγία, ἁγιογραφεῖται τὸ κυπαρίσσι ποὺ λύγιζε, ὅταν ἐκείνη προσευχόταν μὲ δεμένο τὸ λευκὸ πανὶ στὴν κορυφή του, ἐνῶ στὸ βάθος φαίνεται ἡ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου. Συχνά, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς θύρες τῆς μονῆς, ἀπεικονίζεται ἡ καλόγρια ποὺ εἶδε τὴν ἁγία νὰ αἰωρεῖται προσευχόμενη.
Ταῖς πρεσβείαις τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Εἰρήνης τῆς Ἡγουμένης τῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοβαλάντου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...