Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Εκ του περισσεύματος…

«Ἄχ, ἄντε ἐπιτέλους, νά φτάσω σπίτι!…». Γυρνάω τό κεφάλι. Ἀπό ποῦ ἀκούστηκε αὐτό; «Ἄντε νά φτάσω σπίτι» ξανακούω, ἀπό μέσα μου αὐτή τή φορά.
Εἶναι καταμεσήμερο, γυρνάω ἀπ’ τό μάθημα ἀγγλικῶν μέ τό λεωφορεῖο καί δέν βλέπω τήν ὥρα νά φτάσω στό ζεστό σπιτάκι μου.
Οὔφ, ἐπιτέλους μπήκαμε Ἀλεξάνδρας. Νά, πλησιάζουμε, στό μετρό! «Ὤχ, τώρα ἔπρεπε νά μᾶς πιάσει αὐτό τό φανάρι;» πιάνω τόν ἑαυτό μου νά σκέφτεται. Ξεφυσώντας ἀφήνω τό βλέμμα μου νά περιπλανηθεῖ.

Τά μάτια μου σταματᾶνε σέ μία παράξενη σκηνή. Ἔξω στό δρόμο, μιά ζητιάνα κάθεται πλάι σ’ ἕναν κάδο σκουπιδιῶν κι ἔχει ἀγκαλιά ἕνα παιδάκι. Παρακαλάει τούς περαστικούς γιά μία μικρή βοήθεια, νά ταΐσει τό μικρό της. Δέν φαίνεται ν’ ἀσχολεῖται κάποιος μαζί της. Ὅλοι ὅσοι βλέπω, προσπερνοῦν ἀδιάφοροι.
Τά μάτια τῆς γυναίκας μελαγχολικά, βαθουλωμένα ἀπό τίς ἄθλιες συνθῆκες ζωῆς. Κοιτᾶ τούς περαστικούς μ’ ἕνα παράπονο.
Ἀνάμεσα στόν πολύ κόσμο πού περνᾶ μπροστά ἀπό τήν καθισμένη στό πεζοδρόμιο γυναίκα, περνᾶ κι ἕνας ἀλλοδαπός. Κρατάει ἕνα μεγάλο ἀνοιχτό κουτί στά χέρια του. Πουλάει πλαστικά παιδικά ρολογάκια.
Προσπερνᾶ τή γυναίκα κι ὕστερα σταματάει. Δυό δευτερόλεπτα ἀργότερα ἐπιστρέφει πλάι της. Σκύβει, καί μ’ ἕνα ζεστό χαμόγελο τῆς δίνει ἕνα ἀπό τά ρολόγια, γιά τό παιδάκι της. Ὕστερα ἀνασηκώνεται καί ἀπομακρύνεται.
Τό φανάρι ἄναψε. Τό λεωφορεῖο ξεκίνησε, ἐγώ ὅμως πρόλαβα νά δῶ τό δάκρυ πού ’σταξε ἀπ’ τῆς γυναίκας τά μάτια. Πρόλαβα νά δῶ ἕνα ὑπέροχο, γλυκό χαμόγελο πού ᾽χε σχηματιστεῖ στά χείλη τοῦ ἀλλοδαποῦ καθώς συνέχισε τό δρόμο του μέ τό ἐμπόρευμα στά χέρια.
«Κοίτα νά δεῖς» σκέφτηκα, «αὐτός πού ἔχει ἐξίσου ἀνάγκη μέ τή γυναίκα, αὐτός ἦταν ὁ μόνος πού ἀσχολήθηκε μαζί της! Ἦταν ὁ μόνος ἀπ’ ὅσους πέρασαν πού τῆς ἔδωσε κάτι, καί μάλιστα ἀπ’ τό ὑστέρημά του, κι ὄχι ἀπ’ τό περίσσευμα..»
…Γιατί ἔχουμε γίνει ἔτσι; Πόσοι ἀσχολοῦνται πιά μέ τόν πόνο τοῦ διπλανοῦ τους;… Οἱ περισσότεροι μᾶλλον καταπιανόμαστε μόνο μέ τόν ἑαυτό μας. Πῶς θά ζήσουμε ἐμεῖς καλά, πῶς θά ξεπεράσουμε ἐμεῖς τήν οἰκονομική κρίση, πῶς δέν θά ζοριστοῦμε… Καί οἱ ἄλλοι;;… «Δέν πειράζει, ἄς ὑποφέρει καί κάποιος…» ἄκουσα νά λένε μιά φορά.
Ἀπ’ τή λατρεία μας στά ὑλικά κι ἀπ’ τό φόβο μή χάσουμε ἔστω καί λίγη ἀπ’ τή βολή μας, χάσαμε τήν ἀνθρωπιά μας!
Φτάνω στό σπίτι. Ἡ συνείδησή μου δέ σταματᾶ νά μέ ἐλέγχει. Ὅλη αὐτή τήν ὥρα δέν ἔχει φύγει ἀπ’ τό νοῦ μου τό χαμόγελο τοῦ ἀλλοδαποῦ. Ἐμεῖς χαμογελᾶμε ἔτσι ὅταν παίρνουμε ἕνα δῶρο, ἐκεῖνος χαμογέλασε τόσο πλατιά γιατί ἔδωσε κι ὄχι πῆρε… Μήπως τό ’κανε ἀπό ζητιανική ἀλληλεγγύη;…
Δέν ξέρω τί θά ’κανε ὁ ἀλλοδαπός, ἄν δέν ἦταν κι ἐκεῖνος στήν ἴδια μοίρα… Δέν ἀπασχολεῖ τόσο αὐτό τό μυαλό μου. Αὐτό πού σκέφτομαι εἶναι ὅτι ἐμεῖς πού μποροῦμε νά βοηθήσουμε, πολλές φορές δέν τό κάνουμε. Γιατί;; Ποῦ χάθηκε ἡ ἀνθρωπιά μας;;
Τή θέλουμε πίσω!
Πορφυρία
Φοιτήτρια Νηπιαγωγῶν Ἀθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...